Νοέμβριος,13,2025
6 C
Greece
11.2 C
Cyprus

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΡΘΡΟΥ, 12.11.2025: H γλωσσολογία θεωρεί όλες τις γλωσσικές ποικιλίες ίσες

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 12/11/2025: Λάβαμε από τον καθηγητή Γεώργιο Ξενή ότι το περιεχόμενο του fact-check μας παρερμηνεύει πλήρως τις θέσεις του. Εξηγεί ότι ουδέποτε υποστήριξε πως η κυπριακή διάλεκτος είναι κατώτερη ή παράγωγο της κοινής νέας ελληνικής, αλλά μίλησε αποκλειστικά για το κοινωνιογλωσσικό καθεστώς της, δηλαδή για το αν πρέπει να είναι επίσημη ή ανεπίσημη ποικιλία. Θεωρεί πως το fact check μπέρδεψε αυτό το πολιτικοϊδεολογικό ζήτημα με το καθαρά γλωσσολογικό, διαστρεβλώνοντας έτσι την τοποθέτησή του.Επισημαίνει επίσης ότι το fact check συγχέει τη δική του παρέμβαση με εκείνη της Δανάης Γεωργιάδου, κάτι που θεωρεί αντιδεοντολογικό και παραπλανητικό.

Παρακάτω, θα προχωρήσουμε σε αναδιάρθρωση του άρθρου μας για να είναι πιο εμφανής ο ισχυρισμός του Καθηγητή Γεώργιου Ξενή, καθώς και το αντίστοιχο συμπέρασμά μας.

Ισχυρισμός 1: Ο Γεώργιος Ξένης, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, υποστήριξε ότι “…η γλωσσολογική εργασία που γίνεται σε σχέση με την κυπριακή διάλεκτο τα τελευταία χρόνια, είναι εργασία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως άτυπος γλωσσικός σχεδιασμός”, και ότι η γλωσσολογική μελέτη της κυπριακής διαλέκτου μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο της ελληνικής γλώσσας, είτε ως αυτόνομη γλωσσική ποικιλία, κάτι που συνιστά προώθηση μιας «ανταγωνιστικής» γλώσσας. 

Ισχυρισμός 2: H Δανάη Γεωργιάδου, επιθεωρήτρια φιλολογικών μαθημάτων της Μέσης Εκπαίδευσης, υποστήριξε ότι η πρέπει να αποδώσουμε στην κάθε ποικιλία (κυπριακή διάλεκτο και κοινή νέα ελληνική) “τον ρόλο που της αναλογεί και που είναι προορισμένη να επιτελέσει καλύτερα”, ενώ υποστήχθηκε ότι η χρήση της κυπριακής διαλέκτου στον επιστημονικό λόγο «ακυρώνει την αντικειμενικότητα» του ύφους και οδηγεί σε ένα «κακόγουστο γλωσσικό ανακάτεμα». 

Συμπέρασμα 1: Από γλωσσολογική άποψη, η θέση ότι η κυπριακή διάλεκτος πρέπει να μελετάται «εντός» ή «εκτός» της ελληνικής γλώσσας δεν έχει επιστημονική βάση. Η επιστήμη της γλωσσολογίας δεν μελετά υπό συγκεκριμένο ιδεολογικό πρίσμα, ούτε επιβάλλει εθνική ή άλλη ταυτότητα, αλλά περιγράφει γλωσσικές πραγματικότητες με βάση γενικές αρχές που ισχύουν για όλες τις γλώσσες και ποικιλίες. Το προϊόν της μελέτης της γλωσσολογίας δεν έχει οδηγήσει σε τυποποίηση της κυπριακής, ούτε υπάρχουν εργαλεία ή στοιχεία που να δείχνουν τέτοια πρόθεση (για παράδειγμα λεξικά, κανονιστικές γραμματικές ή τυποποίηση της ορθογραφίας).

Συμπέρασμα 2: Η χρήση της κάθε γλωσσικής ποικιλίας σε κάθε γλωσσικό περιβάλλον καθορίζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, και όχι από κάποιο ιδιαίτερο, εγγενές χαρακτηριστικό της κάθε ποικιλίας, που την κανει λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλη για συγκεκριμένη χρήση. Η σύγχρονη γλωσσολογία θεωρεί όλες τις γλωσσικές ποικιλίες (γλώσσες, διαλέκτους, κλπ) ως ισάξιες και ως πλήρη και συνεκτικά συστήματα, με δική τους γραμματική (δηλαδή σύνταξη, μορφολογία, φωνολογία), λεξιλόγιο και κανόνες χρήσης. Αυτό τα κάνει κατάλληλα για χρήση σε οποιοδήποτε περιβάλλον. 

Τέλη Οκτωβρίου, ανάρτηση του Καθηγητή Γεώργιου Ξενή στο Facebook, που αναδημοσιεύτηκε από κυπριακά μέσα όπως το Sigmalive, υποστηρίζει ότι γλωσσολόγοι μιας «νεοκυπριακής» τάσης «επιτίθενται» στην κυπριακή διάλεκτο. Ο συγγραφέας επανέλαβε επίσης τον ίδιο λόγο του σε ραδιοφωνική εκπομπή που αναρτήθηκε στο YouTube. Παρόμοιοι ισχυρισμοί εμφανίζονται σε δημοσιεύσεις και σε κυπριακά μέσα, όπως το Παιδεία news, και ελληνικούς ιστότοπους, όπως το Frear.gr.

Στα κείμενά του, ο Γεώργιος Ξενής αντιπαραβάλλει δύο τρόπους μελέτης της διαλέκτου· ο πρώτος, στο πλαίσιο της νέας ελληνικής, την αντιμετωπίζει ως περιφερειακή ποικιλία ενός ενιαίου γλωσσικού συνόλου, ενώ ο δεύτερος, εκτός αυτού του πλαισίου, ως «προσπάθεια μετατροπής της διαλέκτου σε ανεξάρτητη γλώσσα», η οποία παρουσιάζεται ως «ανταγωνιστική» προς την κοινή ελληνική. Σύμφωνα με τον Καθηγητή, αυτή η δεύτερη προσέγγιση εκφράζει ένα «νεοκυπριακό» ιδεολογικό σχέδιο, που συνδέεται με την «αποδυνάμωση» του ελληνικού δεσμού της Κύπρου και τον κίνδυνο μιας «εθνικής αποδυνάμωσης».

Παράλληλα, η συγγραφέας της δημοσίευσης στο Παιδεία news, επιθεωρήτρια φιλολογικών μαθημάτων Μέσης Εκπαίδευσης, κυρία Δανάη Γεωργιάδου, αναφέρεται στα «…προβλημάτα που προκύπτουν όταν γίνεται προσπάθεια από κάποιους κύκλους -εδώ από τον επίσημο ιστότοπο Πανεπιστημίου- να δοθούν στη διάλεκτο ρόλοι που δεν της ανήκουν και που δεν είναι σήμερα σε θέση να επιτελέσει», ενώ χρησιμοποιεί κυπριακές λέξεις ισχυριζόμενη ότι δεν ανήκουν στην ελληνική γλώσσα, όπως για παράδειγμα όταν γράφει ότι “…Ο τύπος «νάμπου», επίσης δεν αποτελεί λέξη της ελληνικής”. Στο ίδιο πνεύμα, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης ισχυρίστηκε ότι η χρήση της κυπριακής διαλέκτου στον επιστημονικό λόγο “ακυρώνει την όποια υφολογική αντικειμενικότητα του επιστημονικού/θεωρητικού λόγου και δημιουργεί εν τέλει ένα κακόκουστο γλωσσικό ανακάτωμα”.

Ωστόσο, τόσο ο ισχυρισμός περί διττού σκοπού μελέτης της γλώσσας και προσπάθειας τυποποίησής της, όσο και ο ισχυρισμός περί ακαταλληλότητας της κυπριακής διαλέκτου να λειτουργήσει σε συγκεκριμένα πλαίσια, δεν έχουν καμία επιστημονική αξία, καθώς δεν στηρίζονται σε καμία εμπειρική βάση ούτε σε έννοιες αναγνωρισμένες από τη σύγχρονη γλωσσολογία. Ειδικά ο δεύτερος, βασίζεται σε ιδεολογικές προϋποθέσεις, δηλαδή σε μια ιεράρχηση ανάμεσα σε «πλήρη» γλώσσα και «υποδεέστερη» διάλεκτο, οι οποίες απορρίπτονται ρητά από τη σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, σύμφωνα με την οποία όλες οι ποικιλίες μιας γλώσσας αποτελούν πλήρη και συνεκτικά συστήματα.

Έτσι, ο τόνος των κειμένων, είναι έντονα ταυτοτικός και συναισθηματικός, και ο συλλογισμός βασίζεται σε μια ιεραρχική και κανονιστική αντίληψη των γλωσσικών ποικιλιών, παρά σε μια επιστημονική επιχειρηματολογία.

Για να κατανοήσουμε γιατί ο ισχυρισμός αυτός είναι παραπλανητικός και δεν είναι επιστημονικός, θα εξηγήσουμε τι σημαίνουν οι έννοιες «γλώσσα» και «διάλεκτος», ποιες είναι οι διαφορές τους, αλλά κυρίως γιατί η σύγχρονη γλωσσολογία απορρίπτει κάθε μορφή ιεράρχησης ανάμεσά τους. Τέλος, θα δούμε τι θα πει προτυποποίηση μίας γλώσσας και τι προϋποθέτει.

Τι ισχύει

Ο ισχυρισμός ότι η κυπριακή διάλεκτος αποτελεί μία «υποδεέστερη» ή «παράγωγη» μορφή της «πρότυπης» ελληνικής δεν έχει καμία επιστημονική αξία. Βασίζεται αποκλειστικά σε μια ιεραρχική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία μόνο η πρότυπη ποικιλία είναι «πλήρης» και «νόμιμη», ενώ η διάλεκτος θεωρείται απλώς ένα περιφερειακό κατάλοιπο.

Ωστόσο, όπως θα δούμε παρακάτω, η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα δείχνει ότι αυτή η ιεράρχηση είναι κοινωνική και πολιτική, όχι γλωσσολογική.

Όπως έχουν δείξει πολλοί γλωσσολόγοι, η γλώσσα που θεωρείται «πρότυπη» δεν είναι πιο η «τελειοποιημένη» μορφή μιας γλώσσας, αλλά μία ιστορική κατασκευή που προέκυψε από θεσμικές αποφάσεις. Είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας τυποποίησης (καθορισμός κανόνων), επιλογής (προτίμηση μιας ποικιλίας έναντι άλλων) και θεσμοθέτησης (διδασκαλία, επίσημη χρήση). Η εξουσία της πηγάζει από το συμβολικό κύρος που της αποδίδουν οι θεσμοί, το εκπαιδευτικό σύστημα και το κράτος, και όχι από κάποια ανώτερη γλωσσολογική δομή.

Έτσι, η κυπριακή διάλεκτος δεν χρειάζεται «προστασία» από έναν φανταστικό κίνδυνο εξαφάνισης, ούτε πρέπει να θεωρείται «υποταγμένη» στην κοινή ελληνική. Αποτελεί μια ζωντανή, δυναμική και απολύτως νόμιμη ποικιλία, πλήρως ενταγμένη στο σύστημα της νέας ελληνικής. Η συνύπαρξή της με την κοινή ελληνική δεν δείχνει διαίρεση, αλλά γλωσσικό και ταυτόχρονο πλούτο που χαρακτηρίζει την Κύπρο.

Το να παρουσιάζεται η κοινή ελληνική ως η μόνη «πλήρης» μορφή και η κυπριακή διάλεκτος ως «κατώτερη» είναι επομένως παραπλανητικό. Ένας τέτοιος λόγος δεν αντικατοπτρίζει κάποιο επιστημονικό δεδομένο, αλλά μία πολιτισμική ιδεολογία που επιδιώκει να ενισχύσει μια ενιαία εθνική ταυτότητα εις βάρος της γλωσσικής ποικιλότητας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ταυτοτικό συλλογισμό, μια συναισθηματική και πολιτική στάση, και όχι για επιστημονική ανάλυση βασισμένη σε τεκμήρια.

Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η ανάρτηση, δεν εντοπίσαμε καμία σοβαρή γλωσσολογική μελέτη ή έρευνα, είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό, που να έχει ως στόχο να «αποσυνδέσει» την κυπριακή διάλεκτο από την πρότυπη ελληνική γλώσσα. Όπως θα δούμε παρακάτω, έρευνες γλωσσολόγων δείχνουν το ακριβώς αντίθετο: η κυπριακή διάλεκτος μελετάται ως ποικιλία της νέας ελληνικής, δηλαδή ως μια περιφερειακή μορφή του ίδιου γλωσσικού συστήματος. Σκοπός των ερευνητών δεν είναι να δημιουργήσουν μια «ανταγωνιστική γλώσσα», αλλά να περιγράψουν επιστημονικά τα φωνητικά, μορφολογικά και κοινωνιογλωσσικά χαρακτηριστικά της, καθώς και να αναλύσουν τις γλωσσικές ιδεολογίες που, ιστορικά, έχουν ιεραρχήσει την κοινή ελληνική έναντι των περιφερειακών διαλέκτων. Ο ισχυρισμός ότι οι ιδιαιτερότητες της κυπριακής διαλέκτου (π.χ. οι διαλεκτικές λέξεις, όπως το «νάμπου» στο οποίο αναφέρεται η Δανάη Γεωργιάδου) αποτελούν στοιχεία που την αποξενώνουν από την ελληνική είναι επιστημονικά λανθασμένος. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν κομμάτι της ελληνικής γλώσσας όπως και η κυπριακή διάλεκτος. Μπορεί να μην αποτελούν κομμάτι της Κοινής Νέας Ελληνικής, δηλαδή της επίσημης γλωσσικής ποικιλίας που χρησιμοποιείται στο ελληνικό και το κυπριακό κράτος, αλλά εξακολουθούν να αποτελούν στοιχεία των γλωσσικών ποικιλιών που συστήνουν εν τέλει την ελληνική γλώσσα.

Τέλος, ο ισχυρισμός ότι η ελληνική γλώσσα βρίσκεται «σε κίνδυνο» στην Κύπρο δεν έχει καμία βάση. Η ελληνική παραμένει μία από τις δύο επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας και είναι απόλυτα κυρίαρχη στη δημόσια ζωή, στα μέσα ενημέρωσης, στη διοίκηση, στην εκπαίδευση και στην καθημερινή επικοινωνία. Δεν υπάρχει καμία γλωσσολογική ή δημογραφική ένδειξη που να δείχνει υποχώρηση της κοινής ελληνικής στο νησί.

Αντίθετα, οι μελέτες για τις γλωσσικές πρακτικές στην Κύπρο δείχνουν ότι η κυπριακή ποικιλία χρησιμοποιείται συμπληρωματικά και ευέλικτα μαζί με την κοινή ελληνική, ανάλογα με το επικοινωνιακό πλαίσιο. Η συνύπαρξη αυτή δεν εκφράζει αντίθεση, αλλά κοινωνιογλωσσική ισορροπία: η κοινή ελληνική διατηρεί τον θεσμικό της ρόλο, ενώ η κυπριακή διάλεκτος παραμένει ο κύριος φορέας ταυτότητας και κοινωνικής συνοχής.

Τι είναι η γλώσσα;

Στη γλωσσολογία, μια γλώσσα είναι ένα ζωντανό σύστημα επικοινωνίας που μοιράζεται μια κοινότητα, και όχι ένα σύνολο άκαμπτων κανόνων που επινοούνται από θεσμούς. Αυτό το είχαν ήδη επισημάνει οι θεμελιωτές της σύγχρονης γλωσσολογίας, όπως ο Ελβετός γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure στις αρχές του 20ού αιώνα: περιγράφει τη γλώσσα ως κοινωνικό γεγονός, δηλαδή κάτι που υπάρχει μόνο επειδή μια ομάδα ανθρώπων αποφασίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, να το χρησιμοποιεί.

Αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, γλωσσολόγοι όπως οι Leonard Bloomfield και Charles Hockett ανέπτυξαν περαιτέρω αυτήν την ιδέα: μια γλώσσα είναι απλώς ένα σύνολο συνηθειών και συμβόλων που μοιράζονται τα μέλη μιας κοινότητας. Εφόσον οι ομιλητές κατανοούν ο ένας τον άλλον, μοιράζονται ήδη ένα πλήρες γλωσσικό σύστημα, είτε αυτό έχει κωδικοποιηθεί είτε όχι.

Αυτή η προσέγγιση δείχνει ότι οι ίδιοι οι ομιλητές «φτιάχνουν» τη γλώσσα, και όχι οι θεσμοί που την ορίζουν εκ των υστέρων: η χρήση προηγείται του κανόνα, και όχι το αντίστροφο. Πάνω σε αυτή τη βάση στηρίζεται και η σύγχρονη γλωσσολογία: οι ερευνητές παρατηρούν τη γλώσσα όπως πραγματικά χρησιμοποιείται, αντί να την κρίνουν με βάση «ορθογραφικά» ή «κανονιστικά» κριτήρια.

Ωστόσο, ο ορισμός μιας «γλώσσας» δεν εξαρτάται μόνο από γλωσσολογικά κριτήρια· είναι επίσης κοινωνικός και πολιτικός. Ο Νορβηγός γλωσσολόγος Einar Haugen, τη δεκαετία του 1960, έδειξε ότι αυτό που αποκαλούμε «γλώσσα» είναι συχνά μια ποικιλία που έχει επιλεγεί, κωδικοποιηθεί και επιβληθεί ως πρότυπο μέσα σε ένα εθνικό πλαίσιο. Αυτό το ονόμασε διαδικασία τυποποίησης (standardisation): επιλέγεται μια ποικιλία, καταγράφεται σε λεξικά και γραμματικές, και διδάσκεται στα σχολεία μέχρι να γίνει η κοινή νόρμα.

Στην Ευρώπη υπάρχουν πολλά παραδείγματα: η γαλλική «πρότυπη» γλώσσα προέρχεται από το παρισινό ιδίωμα, που επιβλήθηκε από τη γαλλική μοναρχία μεταξύ του 16ου και του 17ου αιώνα· η ιταλική βασίστηκε στην τοσκάνικη ποικιλία του Δάντη και του Πετράρχη· η πρότυπη γερμανική προήλθε από τις καγκελαρίες της Σαξονίας.

Η κοινή νέα ελληνική (Κοινή Νεοελληνική) γεννήθηκε, αντίστοιχα, από έναν ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ της δημοτικής και της καθαρεύουσας, που επίσημα καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1970.

Με άλλα λόγια, μια «πρότυπη» γλώσσα δεν είναι πιο τέλεια ή πιο πλήρης από τις υπόλοιπες ποικιλίες· απλώς έγινε η κυρίαρχη μορφή για ιστορικούς και πολιτικούς λόγους. Όπως υπενθυμίζουν οι Βρετανοί γλωσσολόγοι James και Lesley Milroy, το κύρος μιας «πρότυπης γλώσσας» δεν προέρχεται από τη δομή της, αλλά από την κοινωνική δύναμη που της αποδίδεται.

Συνοψίζοντας, η γλώσσα είναι ένα συλλογικό και ζωντανό φαινόμενο, διαμορφωμένο από αυτούς που τη μιλούν — όχι από εκείνους που την κωδικοποιούν. Δεν υπάρχει έξω από την κοινότητα που τη ζωντανεύει.

Τι είναι η διάλεκτος;

Έτσι, μια διάλεκτος είναι απλώς μια περιφερειακή ή κοινωνική ποικιλία της ίδιας γλώσσας· η πρότυπη μορφή της γλώσσας και η διάλεκτος μοιράζονται βασικές γραμματικές δομές και το βασικό λεξιλόγιο, αλλά ενδέχεται να διαφέρουν ως προς ορισμένα λεξικογραμματικά στοιχεία, όπως η διαφορετική προφορά, οι λέξεις που εμφανίζονται στη μια ποικιλία και όχι στην άλλη, η διαφορετική κλίση και παραγωγή λέξεων, αλλά και διαφορετικοί συντακτικοί κανόνες.

Ωστόσο, μια διάλεκτος — σε αντίθεση με αυτό που συχνά πιστεύεται — δεν είναι η «κακή» ή η «ατελής» μορφή μιας γλώσσας. Διαθέτει τη δική της εσωτερική λογική και πλήρη εκφραστική ικανότητα· ό,τι μπορεί να ειπωθεί σε μια «πρότυπη» γλώσσα μπορεί να ειπωθεί και σε μια διάλεκτο, με διαφορετικά λόγια ή εκφράσεις.

Αυτή η ιδέα βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης κοινωνιογλωσσολογίας, ενός κλάδου της γλωσσολογίας που μελετά τις γλώσσες μέσα από τη χρήση τους στην κοινωνία. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1970, ο Αμερικανός γλωσσολόγος William Labov έδειξε, μέσα από τις έρευνές του στη Νέα Υόρκη και σε άλλες μεγάλες αμερικανικές πόλεις, ότι οι λεγόμενες «λαϊκές» ή «μη πρότυπες» ποικιλίες ακολουθούν συστηματικούς και συνεκτικούς κανόνες, εξίσου αυστηρούς με εκείνους της λεγόμενης «καλλιεργημένης» γλώσσας. Με άλλα λόγια, η διαφορά δεν είναι γλωσσολογική, αλλά κοινωνική.

Αυτή η ιδέα επιβεβαιώθηκε και από πολλούς Ευρωπαίους ερευνητές. Η Γαλλίδα κοινωνιογλωσσολόγος Françoise Gadet εξηγεί ότι η ιεράρχηση ανάμεσα σε «γλώσσα» και «διάλεκτο» είναι ιδεολογική κατασκευή· αυτό που αποκαλούμε «πρότυπα γαλλικά», για παράδειγμα, δεν είναι παρά μία από τις πολλές ποικιλίες, που έγινε κυρίαρχη λόγω κοινωνικού κύρους.

Παρόμοια είναι και η περίπτωση της ιταλικής: ο Ιταλός γλωσσολόγος Gaetano Berruto δείχνει ότι η πρότυπη ιταλική συνυπάρχει με περιφερειακές ποικιλίες (όπως η ναπολιτάνικη ή η σικελική), καθεμία από τις οποίες διαθέτει τη δική της πλήρη γραμματική.

Στο ελληνικό πλαίσιο, η γλωσσολόγος Μαρίνα Τζακόστα τονίζει ότι όλες οι ποικιλίες της ελληνικής — από τα κρητικά έως τα κυπριακά — είναι ισότιμες από γλωσσολογική άποψη· υπακούν στους ίδιους δομικούς κανόνες και επιτελούν τις ίδιες επικοινωνιακές λειτουργίες.

Πιο πρόσφατα, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2024 στο επιστημονικό περιοδικό Languages από τις Χριστιάνα Καραγιάννη και Αναστασία Χρήστου έδειξε ότι η ιεράρχηση ανάμεσα στην πρότυπη γλώσσα και την κυπριακή ποικιλία εντάσσεται σε ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο.

Οι συγγραφείς εξηγούν ότι οι κυπριακές ποικιλίες είχαν για πολλά χρόνια περιθωριοποιηθεί στον δημόσιο λόγο υπέρ της κοινής ελληνικής, η οποία θεωρούνταν πιο «σωστή» ή πιο «εθνική». Αυτή η ιεράρχηση, όμως, δεν βασίζεται σε καμία γλωσσολογική διαφορά· είναι προϊόν γλωσσικών ιδεολογιών που συνδέουν το κύρος με τον θεσμικό κανόνα.

Η μελέτη επισημαίνει επίσης ότι η κυπριακή γλωσσική ποικιλία χρησιμοποιείται συχνά ως γλώσσα αντίστασης και συλλογικής ταυτότητας, ιδίως στα μέσα ενημέρωσης, στις τέχνες ή στις κοινωνικές κινητοποιήσεις, δείχνοντας έτσι ότι δεν είναι μόνο πλήρες γλωσσικό σύστημα, αλλά και φορέας πολιτισμικής συνοχής.

Έτσι, οι γλωσσολόγοι απορρίπτουν την αντίληψη ότι η γλώσσα και η διάλεκτος βρίσκονται σε σχέση ανωτερότητας και κατωτερότητας, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ισότιμες μορφές του ίδιου γλωσσικού συστήματος.

Αυτό που διαφοροποιεί μια διάλεκτο από μια πρότυπη γλώσσα δεν είναι η πολυπλοκότητα ή η εκφραστική της ικανότητα, αλλά το κοινωνικό κύρος και η θεσμική αναγνώριση που της αποδίδεται. Όπως συνοψίζουν οι James και Lesley Milroy στο έργο τους Authority in Language (1985), η γλωσσική νόρμα είναι ζήτημα συμβολικής εξουσίας, όχι γραμματικής δομής.

Ιστορικά, οι διάλεκτοι έχουν συχνά στιγματιστεί ως «χωριάτικες» ή «αγροτικές» μορφές, επειδή συνδέονταν με λαϊκές τάξεις ή με περιοχές μακριά από τα πολιτικά κέντρα.

Ωστόσο, από επιστημονική σκοπιά, αυτή η διάκριση δεν έχει καμία γλωσσολογική αξία· αποτελεί ιδεολογική ιεράρχηση και όχι δομική. Οι διάλεκτοι, όπως και οι πρότυπες γλώσσες, είναι πλήρη, συνεκτικά και απολύτως νόμιμα γλωσσικά συστήματα.

Πώς γίνεται μία γλωσσική ποικιλία πρότυπη γλώσσα;

Η επίσημη γλώσσα ενός κράτους που χρησιμοποιείται στα διάφορα έγγραφα και επίσημους θεσμούς, και έχει προκύψει μέσω μίας διαδικασίας τυποποίησης ονομάζεται πρότυπη γλώσσα (standard language). H τυποποίηση μίας γλωσσικής ποικιλίας είναι απαραίτητο βήμα προς την προτυποποίησή της. Δηλαδή για να μπορέσει μία γλωσσική ποικιλία να αναχθεί σε επίσημη/πρότυπη γλώσσα χρειάζεται να κωδικοποιηθεί μέσω ενός συστήματος γραφής και να θεσπιστούν κανόνες στα διάφορα επίπεδα της γλώσσας, συμπεριλαμβανομένης της ορθογραφίας, της γραμματικής (σύνταξης, μορφολογίας, φωνολογίας) και του λεξιλογίου.

Ιστορικά, για να επιτευχθεί αυτό, έχουν απαιτηθεί συστηματικές και μακροχρόνιες προσπάθειες χρήσης μίας γλωσσικής ποικιλίας σε διάφορα είδη κειμένων και προώθησής της από τους επίσημους φορείς μέσα στην κοινωνία. Αυτό έχει συμβεί με τις Ευρωπαϊκές γλώσσες για να κατοχυρωθεί η δημώδης γλώσσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους, αλλά και με τη Νέα Ελληνική.

Είναι λοιπόν η κυπριακή διάλεκτος κοντά στην τυποποίηση, και κατ’επέκταση, την προτυποίησή της; Οι ομιλητές της διαλέκτου την χρησιμοποιούν πλέον στις ανεπίσημες γραπτές τους αλληλεπιδράσεις (π.χ. γραπτά μηνύματα, αναρτήσεις σε ΜΚΔ, και άλλα), αλλά και σε εκδηλώσεις ή διαφημίσεις. H διάλεκτος, όμως, δεν έχει δικό της σύστημα γραφής που να έχει τυποποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Χαρακτηριστικό είναι ότι ανάμεσα στην γλωσσική κοινότητα παρατηρούνται πολλαπλές γραφές του ίδιου όρου. Π.χ. ο σύνδεσμος «και» απαντάται στα κυπριακά ως «τζιαι», «τζιε», «τζαι», «τσιαι», και άλλα. Η ύπαρξη πληκτρολογίου της Google που επιτρέπει τα Κυπριακά δεν έχει οδηγήσει σε οποιαδήποτε τυποποίηση.

Επιπρόσθετα, δεν υπάρχουν κανονιστικές γραμματικές ή συντακτικά της Κυπριακής που να τυποποιούν γραμματικούς κανόνες, όπως για παράδειγμα το λεξικό του Τριανταφυλλίδη για τη Νέα Ελληνική. Η μόνη ελληνόφωνη γραμματική της κυπριακής, αυτή του Κ. Χατζηιωάννου, είναι φιλολογικού τύπου περιγραφική γραμματική χωρίς κανονιστική πρόθεση χρήσης.

Η απουσία τυποποίησης, και μάλιστα οποιασδήποτε τέτοιας προσπάθειας από επίσημους, κρατικούς φορείς δείχνει ότι η Κυπριακή δεν οδεύει προς την κατεύθυνση της προτυποποίησης, ούτε υπάρχει κάποια επίσημη πολιτική για να κινηθεί προς τα εκεί.

Συμπέρασμα

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 1:  Από γλωσσολογική άποψη, η θέση ότι η κυπριακή διάλεκτος πρέπει να μελετάται «εντός» ή «εκτός» της ελληνικής γλώσσας δεν έχει επιστημονική βάση. Η επιστήμη της γλωσσολογίας δεν μελετά υπό συγκεκριμένο ιδεολογικό πρίσμα, ούτε επιβάλλει εθνική ή άλλη ταυτότητα, αλλά περιγράφει γλωσσικές πραγματικότητες με βάση γενικές αρχές που ισχύουν για όλες τις γλώσσες και ποικιλίες. Το προϊόν της μελέτης της γλωσσολογίας δεν έχει οδηγήσει σε τυποποίηση της κυπριακής, ούτε υπάρχουν εργαλεία ή στοιχεία που να δείχνουν τέτοια πρόθεση (για παράδειγμα λεξικά, κανονιστικές γραμματικές ή τυποποίηση της ορθογραφίας).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 2: Η χρήση της κάθε γλωσσικής ποικιλίας σε κάθε γλωσσικό περιβάλλον καθορίζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, και όχι από κάποιο ιδιαίτερο, εγγενές χαρακτηριστικό της κάθε ποικιλίας, που την κανει λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλη για συγκεκριμένη χρήση. Η σύγχρονη γλωσσολογία θεωρεί όλες τις γλωσσικές ποικιλίες (γλώσσες, διαλέκτους, κλπ) ως ισάξιες και ως πλήρη και συνεκτικά συστήματα, με δική τους γραμματική (δηλαδή σύνταξη, μορφολογία, φωνολογία), λεξιλόγιο και κανόνες χρήσης. Αυτό τα κάνει κατάλληλα για χρήση σε οποιοδήποτε περιβάλλον.

ΠΗΓΕΣ

Δημοφιλή άρθρα

Τι γνωρίζουμε για τη φωτογραφία του ΠτΔ που «φιλιέται» με άγνωστη γυναίκα (ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ) 

ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Εκ παραδρομής αναφέραμε λανθασμένα στο άρθρο μας ότι...

Αυτό το σήμα δεν υποδηλώνει ότι το προϊόν περιέχει έντομα. 

Σε παραπληροφόρηση επιδίδεται η κύρια Εύη Κιαγιά σχετικά με...

Όχι, ο λιμός στη Γάζα δεν περιορίζεται σε παιδιά με αναπηρίες

Ισχυρισμός: Δεν υπάρχουν λόγια για τη βαρβαρότητα των Παλαιστινίων....

Η ιβερμεκτίνη και η φενβενδαζόλη ΔΕΝ θεραπεύουν τον καρκίνο

Ισχυρισμός: Ο ηθοποιός Mel Gibson δήλωσε σε γνωστή εκπομπή...

Παρόμοια άρθρα

Δημοφιλείς Κατηγορίες