You are currently viewing Όχι, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν ενέκρινε την «εισαγωγή» 90.000 αλλοδαπών μουσουλμάνων για εργασία στην Ελλάδα.

Όχι, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν ενέκρινε την «εισαγωγή» 90.000 αλλοδαπών μουσουλμάνων για εργασία στην Ελλάδα.

Ισχυρισμός: Η Κυβέρνηση ενέκρινε την «εισαγωγή» 90.000 αλλοδαπών μουσουλμάνων για εργασία στην Ελλάδα. Αντί να προωθήσει πολιτικές αύξησης των γεννήσεων των Ελλήνων προτιμάει την σταδιακή «αντικατάσταση» του πληθυσμού.

Συμπέρασμα: Ο ισχυρισμός περί εισόδου 90.000 μουσουλμάνων εργατών στη χώρα είναι ανακριβής και παραπλανητικός. Η κυβερνητική πολιτική αφορά στην είσοδο εργαζομένων από τρίτες χώρες, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, με στόχο την κάλυψη συγκεκριμένων κενών στην αγορά εργασίας.

Το Άρθρο έχει κυκλοφορήσει σε ιστοσελίδες παραπληροφόρησης όπως pronews.gr, e-synews.gr, briefingnews.gr, triklopodia.gr και karditsastakra.com/ ισχυρίζεται πως η Ελληνική Κυβέρνηση ενέκρινε την είσοδο 90.000 αλλοδαπών μουσουλμάνων εργατών στην Ελλάδα για το 2025. Ο ισχυρισμός εστιάζει στο θρήσκευμα των εργαζομένων, εγείροντας ανησυχίες για στοχευμένη πολιτική που αποσκοπεί στην πληθυσμιακή αλλαγή της Ελλάδας μέσω της νομιμοποίησης μεταναστών χωρίς έγγραφα, αντί της ενίσχυσης της γεννητικότητας του ελληνικού πληθυσμού. Ο ισχυρισμός φαίνεται να προέρχεται από ανάρτηση στην πλατφόρμα ‘X’ (πρώην Twitter).

Τι ισχύει

Σύμφωνα με το επίσημο κυβερνητικό έγγραφο (Πράξη 56/23-12-2024) που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η κυβέρνηση έχει εγκρίνει συνολικά 89.290 θέσεις εργασίας για πολίτες τρίτων χωρών για το έτος 2025. Από αυτές, 41.670 θέσεις αφορούν εξαρτημένη εργασία, 45.620 θέσεις εποχιακής εργασίας και 2.000 θέσεις προορίζονται για εργασία υψηλής ειδίκευσης.

Ο αρχικός ισχυρισμός περί «μουσουλμάνων εργατών» είναι παραπλανητικός για πολλούς λόγους. Πρώτον, το επίσημο έγγραφο δεν κάνει καμία απολύτως αναφορά σε θρησκευτικά κριτήρια. Οι θέσεις είναι ανοιχτές σε όλους τους πολίτες τρίτων χωρών που πληρούν τις επαγγελματικές προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Δεύτερον, ο αριθμός που αναφέρεται είναι ανακριβής, καθώς το σύνολο των θέσεων είναι 89.290 και όχι 90.000. Επιπλέον, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ μόνιμων, εποχιακών και θέσεων υψηλής ειδίκευσης, κάτι που είναι κρίσιμο για την κατανόηση της πολιτικής.

Η κυβερνητική πολιτική αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού στην ελληνική οικονομία. Βασίζεται σε ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα ποσοστώσεων ανά τομέα και λειτουργεί μέσω επίσημων διμερών συμφωνιών. Η πολιτική εστιάζει αποκλειστικά στις οικονομικές ανάγκες και τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, χωρίς καμία αναφορά σε δημογραφικά ή θρησκευτικά κριτήρια.

Η κατανομή των θέσεων είναι λεπτομερώς σχεδιασμένη για να καλύψει συγκεκριμένες ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Στον αγροτικό τομέα προβλέπονται 16.000 μόνιμες και 36.000 εποχιακές θέσεις. Στον κατασκευαστικό τομέα διατίθενται 4.950 θέσεις, ενώ σημαντικός αριθμός θέσεων κατανέμεται στον τουριστικό τομέα, συμπεριλαμβανομένου προσωπικού ξενοδοχείων και εστίασης. Η βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας τροφίμων, λαμβάνει επίσης σημαντικό μερίδιο των θέσεων. Επιπλέον, προβλέπονται 500 θέσεις για βοηθούς ιατρικού εργαστηρίου και 2.500 θέσεις για οικιακούς βοηθούς.

Το νομοθετικό πλαίσιο περιλαμβάνει συγκεκριμένες διμερείς συμφωνίες. Η συμφωνία με το Μπανγκλαντές (ν. 4959/2022) προβλέπει έως 4.000 εποχιακούς εργάτες, ενώ η συμφωνία με την Αίγυπτο (ν. 5009/2023) επιτρέπει την απασχόληση έως 5.000 αγροτικών εργατών. Το έγγραφο προβλέπει επίσης περιθώριο ευελιξίας 10% για την κάλυψη απρόβλεπτων αναγκών.

Η έλλειψη εργατικού δυναμικού σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως η γεωργία, ο τουρισμός και οι κατασκευές, έχει οδηγήσει την κυβέρνηση στην έγκριση εισαγωγής 89.290 εργαζομένων από τρίτες χώρες για το 2025. Συγκεκριμένα, στον αγροτικό τομέα παρατηρείται έλλειψη περίπου 70.000 εργατών γης, γεγονός που απειλεί την εγχώρια παραγωγή και συμβάλλει στην αύξηση των τιμών. Παράλληλα, στον τουριστικό κλάδο, που αποτελεί βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, καταγράφονται σημαντικές ελλείψεις προσωπικού, με εκτιμήσεις για περίπου 200.000 κενές θέσεις εργασίας. Η δυσκολία κάλυψης αυτών των θέσεων από Έλληνες εργαζόμενους οφείλεται σε παράγοντες όπως η γήρανση του πληθυσμού και η έλλειψη ενδιαφέροντος για συγκεκριμένες εργασίες οι οποίες συχνά χαρακτηρίζονται από σκληρές συνθήκες εργασίας, χαμηλή ελκυστικότητα, χαμηλούς μισθούς και εργοδοτική παραβατικότητα, με αποτέλεσμα τη χαμηλή εγχώρια προσφορά εργασίας.

Συμπέρασμα: Ο ισχυρισμός περί εισόδου «90.000 μουσουλμάνων εργατών» στη χώρα είναι ανακριβής και παραπλανητικός. Η κυβερνητική πολιτική αφορά στην είσοδο εργαζομένων από τρίτες χώρες, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, με στόχο την κάλυψη συγκεκριμένων κενών στην αγορά εργασίας.