You are currently viewing Η λέξη Σκωτία δεν έχει ελληνική προέλευση

Η λέξη Σκωτία δεν έχει ελληνική προέλευση

Ισχυρισμός: Η λέξη Σκωτία έχει ελληνική προέλευση, όπως και το πρόθεμα «Mac» στα επώνυμα των Σκωτσέζων. Οι Έλληνες από το Αιγαίο και συγκεκριμένα οι Μινωίτες/Μυκηναίοι ήρθαν στην εξόρυξη κασσίτερου από περίπου το 2000π.Χ και μετά, κάτι που άφησε πίσω τους τεράστιο όγκο αρχαιολογικών στοιχείων.

Συμπέρασμα: Η θεωρία περί ελληνικότητας της Σκωτίας δεν βασίζεται σε ιστορικά, γλωσσολογικά ή αρχαιολογικά στοιχεία. Η λέξη Σκωτία, όπως και το πρόθεμα των σκωτσέζικων επωνύμων «Mac» δεν έχουν ελληνική προέλευση, όπως δεν έχουν ελληνική προέλευση σκωτσέζικα πολιτιστικά στοιχεία όπως το κιλτ ή η γκάιντα. Επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι αρχαίοι Μινωίτες ή Μυκηναίοι έφτασαν ή έδρασαν στη Σκωτία. Η θεωρία αύτη φαίνεται να προέρχεται από «έρευνες» που άρχισαν να κυλοφορούν το 2008, ενώ το άτομο που διέδωσε αρχικά τον ισχυρισμός δεν έχει ειδικότητα στα συγκεκριμένα πεδία έρευνας, όπως η αρχαιολογία ή η γλωσσολογία. 

Σε πρόσφατη ανάρτηση στα ΜΚΔ και συγκεκριμένα στο Facebook, υποστηρίζεται η ελληνική καταγωγή της λέξης «Σκωτία», αλλά και διαφόρων άλλων στοιχείων από τον πολιτισμό των Σκωτσέζων, όπως της χαρακτηριστικής φούστας κιλτ ή της γκάιντα. Η βάση αυτών των ισχυρισμών βρίσκεται σε ένα περαιτέρω ισχυρισμό ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί του Αιγαίου, και συγκεκριμένα οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι, είχαν ταξιδέψει στη Βρετανία και επηρέασαν έτσι τον πολιτισμό της Σκωτίας. Η ανάρτηση έγινε στις 12/03/2025 και μέσα σε διάστημα λίγων ημερών συγκέντρωσε πάνω από 5,700 αντιδράσεις, πάνω από 1100 κοινοποιήσεις και πολλά σχόλια.

Τι ισχύει

Το όνομα “Σκωτία” δεν προέρχεται από την ελληνική λέξη “σκότος” (που σημαίνει “σκοτάδι”). Προέρχεται από το λατινικό “Scotia”, που σημαίνει “γη των Σκώτων”. Οι Σκώτοι ήταν ένας λαός που προέκυψε από την ένωση δύο κελτικών λαών, των Γαέλων και των Πικτών, οι οποίοι τον 9ο αιώνα ίδρυσαν το Βασίλειο της Σκωτίας (Άλμπα). Λατινικές πηγές αναφέρουν τους κατοίκους της Νταλ Ριάτα ως «Σκώτους» (Scoti), ένα όνομα που χρησιμοποιούταν νωρίτερα για τους Ιρλανδούς-Γαέλους που έκαναν επιδρομές στη Ρωμαϊκή Βρετανία. Μετά τη ρωμαϊκή εποχή, η ονομασία Σκώτοι άρχισε να προσδιορίζει τους Γαέλους συνολικά, τόσο της Ιρλανδίας όσο και των δυτικών περιοχών της Σκωτίας (Νταλ Ριάτα). Μετά τη συγχώνευση, ο όρος Scotia περιέγραφε το νέο βασίλειο της Σκωτίας (το οποίο στους κατοίκους του ήταν γνωστό ως Άλμπα).  Επομένως πρώτοι οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν τη λέξη “Scotia” για να αναφερθούν στην Ιρλανδία, πριν αυτή αρχίσει να συσχετίζεται με τη Σκωτία κατά τον Μεσαίωνα.

Η ομοιότητα λοιπόν μεταξύ των λέξεων “σκότος” και “Σκωτία” είναι απλή σύμπτωση, όπως και η ομοιότητα μεταξύ του προθέματος στα επώνυμα των Σκωτσέζων, του «Mac», και της Μακεδονίας. To πρόθεμα “Mac/Mc” στη σκωτσέζικη και ιρλανδική γλώσσα προέρχεται από τη Γαελική και σημαίνει “γιος του“. Δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική ή τη μακεδονική καταγωγή. Παρομοίως, η ιδέα ότι τα νησιά Treshnish ονομάστηκαν από το ελληνικό “τρεσνισι” δεν ευσταθεί, καθώς η ονομασία τους είναι Γαελική και περιλαμβάνει τη ρίζα -ness που θα πει «headland”, που στα ελληνικά αποδίδεται ως ακρωτήριο ή χερσόνησος ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Όσον αφορά τα στοιχεία του πολιτισμού της Σκωτίας, που προέρχονται από την Ελλάδα, οι ισχυρισμοί είναι παραπλανητικοί. Οι γκάιντες (bagpipes) αποτελούν λαϊκό όργανο πολλών πολιτισμών με αναφορές σε αρχαιοελληνικά, ρωμαϊκά και άλλα κείμενα. Κάποιες αναφορές θέλουν την γκάιντα να αποτελεί μέρος της Γαελικής παράδοσης για χιλιετίες, περνώντας στη Βρετανία μέσω των Ρωμαίων ή μέσω του Δρόμου του Μεταξιού από τη Μέση Ανατολή.  Σύμφωνα με τις πιο αποδεκτές απόψεις, η γκάιντα φαίνεται να εισάγεται στη Σκωτία το Μεσαίωνα, εποχή κατά την οποία δεν υπάρχουν ιστορικές για επαφές με την Ελλάδα, αφού η τελευταία εξάλλου βρισκόταν υπό Οθωμανική κατοχή. Το σκωτσέζικο κιλτ επίσης δεν έχει σχέση με ελληνική ενδυμασία, καθώς εξελίχθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα από τοπικές παραδόσεις.

Τέλος οι ισχυρισμοί ότι οι Έλληνες έφτασαν και έδρασαν στη Σκωτία από το 2000 π.Χ. είτε με εξόρυξη κασσίτερου είτε κτίζοντας πόλεις δεν έχουν καμία ανθρωπολογική, γλωσσολογική ή αρχαιολογική βάση. Αν και το εμπόριο κασσίτερου κατά την Εποχή του Χαλκού ήταν σημαντικό, η εξόρυξη κασσίτερου στη Βρετανία επικεντρωνόταν στην Κορνουάλη και το Ντέβον (νοτιοδυτική Αγγλία), όχι στη Σκωτία. Η παρουσία Μινωιτών ή Μυκηναίων μεταλλωρύχων στη Σκωτία δεν υποστηρίζεται από αρχαιολογικά ή άλλα δεδομένα και στοιχεία.

Αρχή της Θεωρίας περί ελληνικότητας της Σκωτίας

Από πού λοιπόν προήρθε η θεωρία περί ελληνικής καταγωγής του ονόματος της Σκωτίας και άλλων στοιχείων του πολιτισμού της χώρας; Σε αναζήτηση που κάναμε, εντοπίσαμε τις αρχές του ισχυρισμού σε ένα βιβλίο με τίτλο «Σκωτία η χώρα των Ελλήνων» που εκδόθηκε το 2019 από τις εκδόσεις Ιανός και Πρωτοπορία, αλλά βασίζεται σε ντοκιμαντέρ του 2008, που έκτοτε αναπαράγεται. Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Πρόδρομος Κοφσανίδης, ο οποίος έχει σπουδάσει προπονητική ποδοσφαίρου και είναι ο διευθυντής της GRD Discovery, η οποία είναι ένας «οργανισμός media» που προσφέρει μια «εναλλακτική ματιά» στα πράγματα.  Από το βιογραφικό του ο συγγραφέας του βιβλίου δεν φαίνεται να έχει κάποια σπουδή σχετική με το βιβλίο.

Στο εν λόγω ντοκιμαντέρ, το οποίο φτιάχτηκε από τον Ερευνητικό Οργανισμό Ελλήνων (ΕΟΕ), γίνεται αναφορά στον ακαδημαϊκό και ερευνητή Sir Barry Cunliffe, ο οποίος υπήρξε για χρόνια καθηγητής Ευρωπαϊκής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης με εξειδίκευση στη ρωμαϊκή Βρετανία και τους Κέλτες. O Cunliffe μεταξύ άλλων έγραψε το βιβλίο The Extraordinary Voyage of Pytheas the Greek: The Man Who Discovered Britain (2001) στο οποίο περιγράφεται το ταξίδι του Έλληνα Πυθέα το 330 π.Χ. από τη Μασσαλία προς τα βόρια: Βρετάνη, Βρετανία και ενδεχομένως Ισλανδία. Οι ακριβείς λεπτομέρειες του ταξιδιού δεν είναι γνωστές, ούτε είναι γνωστό αν ο Πυθέας πραγματοποίησε το ταξίδι μόνος ή με άλλους συμπατριώτες του, γιατί το βιβλίο που έγραψε ο ίδιος ο Πυθέας για τα ταξίδια του δεν σώζεται (πιθανότατα κάηκε στην πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας). Πολύ αποσπασματικές αναφορές σώζονται στα συγγράμματα άλλων ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος και ο Στράβων. Οι πληροφορίες όμως που σώζονται επιβεβαιώνουν ότι ο Πυθέας έφτασε σε αυτά τα μέρη γιατί μεταφέρει πληροφορίες που οι σύγχρονοί του εν θα μπορούσαν να γνωρίζουν. Λόγω, όμως, της αποσπασματικότητας των πληροφοριών που σώζονται οι ερευνητές διαφωνούν ως προς την ακριβή του διαδρομή, αν πραγματοποίησε περίπλου της Βρετανίας ή όχι, αν έφτασε τελικά στην Ισλανδία και άλλα. Σε σχέση με την περιοχή της Σκωτίας, η πρώτη αναφορά που γίνεται φαίνεται να προέρχεται από τον Πυθέα και αφορά τα νησιά Orkney. Τα νησιά αποκλήθηκαν από τον ίδιο «Ορκάς», ενώ συνέχισαν και στη συνέχεια στο ρωμαικό και τον ελληνικό κόσμο να τα αποκαλούν «Ορκάδες». Οι γλωσσολόγοι ετυμολογούν την ονομασία, όχι από το ελληνικό «ορκάς» που ενδεχομένως δόθηκε από τον Πυθέα στα νησιά, αλλά από τη γλώσσα των Πικτών (Πίκτοι ή Πίκτες). Σε μία κριτική του βιβλίου του Cunliffe από τον Philip Freeman στο American Journal of Archaeology τονίζεται επανειλημμένως ότι το ταξίδι όπως περιγράφεται από τον Cunliffe είναι εντελώς υποθετικό και βασίζεται σε γνώσεις του τελευταίου για την τεχνογνωσία και τις συνθήκες της εποχής και όχι σε όσα επιβιώνουν από ιστορικές ή αρχαιολογικές πηγές για τον ίδιο τον Πυθέα.

Συμπερασματικά, ακόμα και αν ο Πυθέας επισκέφτηκε την Σκωτία κατά τα ταξίδια του, δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα Σκωτία, ούτε παρέμεινε στην περιοχή για να μπορέσει να επηρεάσει τον πολιτισμό ή τη γλώσσα των Σκωτσέζων.

Συμπέρασμα

Η θεωρία περί ελληνικότητας της Σκωτίας δεν βασίζεται σε ιστορικά, γλωσσολογικά ή αρχαιολογικά στοιχεία. Η λέξη Σκωτία, όπως και το πρόθεμα των σκωτσέζικων επωνύμων «Mac» δεν έχουν ελληνική προέλευση, όπως δεν έχουν ελληνική προέλευση σκωτσέζικα πολιτιστικά στοιχεία όπως το κιλτ ή η γκάιντα. Επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι αρχαίοι Μινωίτες ή Μυκηναίοι έφτασαν ή έδρασαν στη Σκωτία. Η θεωρία αύτη φαίνεται να προέρχεται από «έρευνες» που άρχισαν να κυλοφορούν το 2008, ενώ το άτομο που διέδωσε αρχικά τον ισχυρισμός δεν έχει ειδικότητα στα συγκεκριμένα πεδία έρευνας, όπως η αρχαιολογία ή η γλωσσολογία.