Ισχυρισμός: Σε δημοσίευση στο Χ (πρώην Twitter) από τον λογαριασμό “Provocateur” (@provocatorass) αναγράφεται ότι “το 86% των βιαστών μικρών αγοριών είναι ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι”.
Συμπέρασμα: Ο ισχυρισμός ότι το 86% των βιαστών μικρών αγοριών είναι ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι είναι παραπλανητικός γιατί εμφανίζεται εκτός του ευρύτερου πλαισίου της έρευνας από την οποία εξάγεται, αλλά και γιατί η έρευνα αυτή χαρακτηρίζεται από αριθμό μεθοδολογικών προβλημάτων. Ο ισχυρισμός προέρχεται από μία έρευνα του Erikson και των συνεργατών του (1988) και δεν αναφέρεται στο σύνολο των παιδεραστών, αλλά σε ένα ποσοστό της τάξης του 30% των παιδεραστών οι οποίοι έδειξαν προτίμηση προς παιδιά του ιδίου φύλου. Το υπόλοιπο 70% των παιδεραστών από την εν λόγω έρευνα κακοποίησε σεξουαλικά παιδιά του αντίθετου φύλου, δηλαδή κορίτσια. Επίσης ο υπολογισμός του ποσοστού αυτού προκύπτει από προβληματική μεθοδολογικά διαδικασία η οποία σήμερα δεν μπορεί να ελεγχθεί. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, η παιδοφιλία αντιμετωπίζεται ως παραφιλία και άτυπος σεξουαλικός προσανατολισμός, ενώ η παιδεραστία περιλαμβάνει μόνο στο 50% πραγματικούς παιδόφιλους και στο υπόλοιπο 50% άτομα με σεξουαλικό προσανατολισμό προς ενήλικες. Παρόλο που το φαινόμενο δεν είναι κατανοητό σε όλο το φάσμα του ακόμα, η παιδοφιλία και η παιδεραστία περιλαμβάνουν άτομα με πολλές συννοσηρότητες και άτυπα χαρακτηριστικά, ενώ δεν έχει βρεθεί καμία συσχέτιση μεταξύ παιδοφιλίας ή παιδεραστίας και ομοφυλοφιλίας.
Τι ισχύει
Σε ανάρτηση στο X/Twitter εμφανίζεται ο ισχυρισμός ότι “το 86% των βιαστών μικρών αγοριών είναι ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι”, παραπέμποντας σε ένα μεγάλο αριθμό παιδεραστών οι οποίοι προτιμούν παιδιά του ιδίου φύλου. Εντούτοις το ποσοστό αυτό παρουσιάζεται εκτός πλαισίου και δίνει λανθασμένη εντύπωση για το πραγματικό ποσοστό παιδεραστών που κακοποίησαν αγόρια. Πάμε να δούμε αναλυτικά πώς προέκυψε αυτός ο ισχυρισμός.
Η ανάρτηση αναφέρεται σε στοιχεία από ένα άρθρο της σελίδας American Family Association με τίτλο “The inescapable link between homosexuality and pedofilia” (“Η αναπόφευκτη σύνδεση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και παιδοφιλίας”). Το άρθρο πραγματεύεται το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης ανήλικων αγοριών από κληρικούς της καθολικής εκκλησίας, κάνοντας αναφορά σε στοιχεία που δίνει ένας Γερμανός κληρικός που αντιτίθεται στον Πάπα και ο οποίος υποστηρίζει ότι υπεύθυνη για την κακοποίηση αγοριών είναι η ομοφυλοφιλία και όχι η Καθολική Εκκλησία. Το άρθρο επίσης τονίζει τα μεγάλα ποσοστά ομοφυλόφιλων κληρικών στους κόλπους του καθολικισμού που οδηγούν σε αυξημένο αριθμό κακοποιήσεων αγοριών (“81% των θυμάτων κακοποίησης από κληρικούς είναι αγόρια” – εδώ η αρχική αναφορά) και προτείνει τρόπους επίλυσης του προβλήματος από την ίδια την Καθολική Εκκλησία, όπως το να επιτρέπει τους γάμους στους ιερωμένους. Αυτό το 81% όμως αναφέρεται αποκλειστικά στους κληρικούς της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ το ποσοστό των παιδόφιλων που κακοποιούν αγόρια στο γενικό πληθυσμό είναι πολύ διαφορετικό.
Στο ίδιο άρθρο εμφανίζεται και ο ισχυρισμός πώς το 86% των βιαστών μικρών αγοριών είναι ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι (…Eighty-six percent of child offenders against males described themselves as homosexual or bisexual…”). Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται χωρίς το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και είναι εξ αυτού παραπλανητικός. Ο ισχυρισμός προέρχεται από μια έρευνα του W. D. Erikson και των συνεργατών του, του St. Paul Ramsey Medical Center, που δημοσιεύτηκε το 1988 στο επιστημονικό περιοδικό Archives of Sexual Behavior. Στην έρευνα συμμετείχαν στο σύνολο 568 καταδικασμένοι σεξουαλικοί παραβάτες, από τους οποίους οι 229 διέπραξαν εγκλήματα κατά ανηλίκων. Και οι 229 ήταν άντρες, γιατί η παιδεραστία στις γυναίκες είναι από σπανιότατη μέχρι και απούσα. Από αυτούς, το 26% κακοποίησε αγόρια, και το 4% παιδιά και των δύο φύλων. Οι υπόλοιποι σεξουαλικοί παραβάτες κακοποίησαν κορίτσια (70%), όπως φαίνεται στην παράγραφο πιο κάτω όπως και στον αντίστοιχο Πίνακα.
Erickson, W.D., Walbek, N.H. & Seely, R.K. Behavior patterns of child molesters. Arch Sex Behav 17, 77–86 (1988). https://doi.org/10.1007/BF01542053 (Page 82)
Erickson, W.D., Walbek, N.H. & Seely, R.K. Behavior patterns of child molesters. Arch Sex Behav 17, 77–86 (1988). https://doi.org/10.1007/BF01542053 (Page 83)
Όπως φαίνεται από την παραπάνω ανάλυση, οι σεξουαλικοί παραβάτες εναντίον ανηλίκων (παιδεραστές) είναι άντρες και το μεγάλο ποσοστό των παιδεραστών (70%) δεν κακοποιούν παιδιά ίδιου φύλου, αλλά αντίθετου φύλου, στην προκειμένη περίπτωση κορίτσια. Η φράση που αναφέρεται στην ανάρτηση με τον ισχυρισμό ότι το 86% των βιαστών μικρών αγοριών είναι ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι, όντως βρίσκεται στο άρθρο αυτό και αναφέρεται στο ποσοστό σεξουαλικών παραβατών προς ανήλικους που έχει κακοποιήσει παιδιά του ιδίου φύλου, δηλαδή αγόρια (30%). Αυτοί ήταν που ερωτήθηκαν για τον σεξουαλικό προσδιορισμό τους και το 86% από αυτούς δήλωσαν ότι ήταν είτε ομοφυλόφιλοι είτε αμφιφυλόφιλοι. Ο αριθμός αυτός όμως δεν αναφέρεται με κανένα τρόπο στο σύνολο των σεξουαλικών παραβατών προς ανήλικους, αλλά μόνο σε όσους κακοποίησαν αγόρια, που ήταν η μειοψηφία των παιδόφιλων ούτως ή άλλως.
Επιπλέον, η έρευνα του Erikson και των συνεργατών του, εκτός του ότι είναι παλιά (1988), περιέχει ένα αριθμό μεθοδολογικών προβλημάτων. Το πρώτο πρόβλημα μεθοδολογικά ήταν ότι η έρευνα στηρίζεται στις αυτο-αναφορές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας και μικρή αξιοπιστία στις μετρήσεις, γι’αυτό και η επιστημονική κοινότητα επιλέγει να χρησιμοποιεί όπου μπορεί πιο αντικειμενικές μετρήσεις. Τα συμπεράσματα του Erikson και των συνεργατών του βασίστηκαν σε αυτο-αναφορές των ίδιων των παιδεραστών, και γι’αυτο η αξιοπιστία τους είναι αμφισβητήσιμη.
Το δεύτερο πρόβλημα μεθοδολογικά εντοπίζεται στον ορισμό της ορολογίας που χρησιμοποιείται και στον τρόπο που εξάχθηκαν αυτοί οι χαρακτηρισμοί για τους σεξουαλικούς παραβάτες. Το αγγλικό κείμενο λέει αυτολεξεί ότι “…child offenders against males described themselves…” (η έντονη και πλάγια γραφή προστέθηκαν από εμάς). Αυτό σημαίνει πως οι σεξουαλικοί παραβάτες περιέγραψαν τους εαυτούς τους ως ομοφυλόφιλους ή αμφιφυλόφιλους. Σε κανένα σημείο όμως δεν φαίνεται πώς εξάχθηκαν οι χαρακτηρισμοί των σεξουαλικών παραβατών προς αγόρια ως ομοφυλόφιλων ή αμφιφυλόφιλων και πώς ορίζονται οι τελευταίοι δύο όροι. Με άλλα λόγια τι ερωτήθηκαν οι παραβάτες και τι ακριβώς δήλωσαν. Περιέγραψαν τους εαυτούς τους ως ομοφυλόφιλους με αυτά τα λόγια; Δήλωσαν ότι ελκύονται σεξουαλικά προς ενήλικους άντρες; Δήλωσαν ότι ελκύονται σεξουαλικά προς ανήλικα αγόρια; Η περιγραφή “ομοφυλόφιλος” περιλαμβάνει και ενήλικες άντρες και ανήλικα αγόρια, ή μόνο ένα από τα δύο;
Το τρίτο πρόβλημα μεθοδολογικά έγκειται στον τρόπο συλλογής των δεδομένων. Όπως φαίνεται παρακάτω, τα δεδομένα συλλέχθηκαν από βιογραφικά δεδομένα, περιγραφές του αδικήματος και ψυχολογικά τεστ. Οι πηγές πληροφοριών περιελάμβαναν αυτο-αναφορές των παραβατών, αστυνομικά αρχεία, καταθέσεις των θυμάτων και αναφορές προηγούμενων αξιολογήσεων. Επομένως πρόκειται για δευτερογενείς πηγές, δηλαδή οι ερευνητές (πιθανότητα) δεν είχαν άμεση επαφή με τους σεξουαλικούς παραβάτες, και στηρίχθηκαν σε συμπεράσματα και αναφορές άλλων, οι οποίοι ενδεχομένως δεν ήταν ειδικοί στο θέμα (ψυχολόγοι ή ψυχίατροι). Επιπλέον δεν ξέρουμε σε ποιους οι παραβάτες περιέγραψαν τους εαυτούς τους ως ομοφυλόφιλους ή αμφιφυλόφιλους και αν είχε ελεγχθεί επαρκώς ή προκατάληψη του ερευνητή (experimenter bias or effect) κατά τη διαδικασία, η οποία προκατάληψη μπορεί να εισαγάγει συστηματικό σφάλμα στις μετρήσεις.
Σύγχρονες έρευνες
Τι γνωρίζουμε σήμερα για τη σχέση μεταξύ παιδοφιλίας και ομοφυλοφιλίας; Ποια είναι η σύγχρονη επιστημονική γνώση για το θέμα;
Η παιδοφιλία θεωρείται παραφιλία και το DSM-5 της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας την ορίζει ως διαταραχή. Αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος και μελέτης στη σύγχρονη εποχή, δεδομένης και της αύξησης των παιδόφιλων παγκοσμίως. Εντούτοις, στη βιβλιογραφία γίνεται διάκριση μεταξύ παιδόφιλων και σεξουαλικών παραβατών (ή παιδεραστών) εναντίον παιδιών. Οι πρώτοι είναι άτομα τα οποία έλκονται ερωτικά (και ενίοτε συναισθηματικά) προς παιδιά, αλλά μπορεί να μην προχωρήσουν σε οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη με ανήλικα. Οι δεύτεροι, οι παιδεραστές, αποτελούν μία κατηγορία η οποία είναι ανομοιογενής και ορίζεται από τη διάπραξη σεξουαλικού αδικήματος προς ανήλικα άτομα. Τα άτομα που προβαίνουν σε σεξουαλικά αδικήματα κατά ανηλίκων (παιδεραστές) είναι μόνο στο 50% περίπου παιδόφιλοι, ενώ οι υπόλοιποι είναι μη παιδόφιλοι. Με άλλα λόγια, μόνο το 50% των παιδεραστών είναι πραγματικά παιδόφιλοι, ενώ το υπόλοιπο 50% αποτελείται από άτομα που ευκαιριακά κακοποίησαν ανήλικους, αλλά έχουν σεξουαλικό προσανατολισμό προς ενήλικες. Επομένως, η παιδεραστία και η παιδοφιλία δεν είναι ταυτόσημες κατ’ουδένα λόγο. Δεν κακοποιούν παιδιά όλοι οι παιδόφιλοι, ενώ όλοι οι παιδεραστές δεν είναι και παιδόφιλοι.
Κάποιοι θεωρούν ότι η παιδοφιλία θεωρείται ως ξεχωριστός σεξουαλικός προσανατολισμός και διακρίνεται από οποιοδήποτε προσανατολισμό προς ενήλικες, είτε άντρες είτε γυναίκες, ομοφυλόφιλους ή ετεροφυλόφιλους αντίστοιχα. Επίσης άτομα τα οποία έχουν διαπράξει σεξουαλικά αδικήματα προς ανήλικους, μπορεί να είναι είτε σταθερά παιδόφιλοι, είτε άτομα που είχαν ερωτικές σχέσεις με ενήλικες πριν στραφούν προς ανήλικα άτομα. Σε παλιότερες έρευνες, έχει εντοπιστεί ότι από τα άτομα που έχουν διαπράξει σεξουαλικά αδικήματα προς παιδιά, σχεδόν κανείς δεν υπήρξε ομοφυλόφιλος με προτίμηση προς ενήλικες άντρες, ενώ ετεροφυλόφιλοι άντρες που είχαν ερωτικές σχέσεις με γυναίκες διέπραξαν στη συνέχεια σεξουαλικά αδικήματα προς ανήλικους.
Πάντως η γνώση μας για την παιδοφιλία δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένη και η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να κατανοήσει καλύτερα τα χαρακτηριστικά της. Η τελευταία γνώση για το θέμα περιλαμβάνει άτομα με πολλές συννοσηρότητες σε επίπεδο ψυχολογικό, καθώς και άτομα τα οποία έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά ως παιδιά, άτομα με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, καθώς και άτομα με άτυπα νευρολογικά χαρακτηριστικά. Οι έρευνες πάντως που μελετούν τη σχέση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και παιδοφιλίας ή παιδεραστίας δεν έχουν δείξει κάποια συσχέτιση μεταξύ των δύο, ενώ αντίθετα έρευνες δείχνουν ότι οι άντρες με ομοφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό προς ενήλικες δεν δείχνουν ενδιαφέρον για ανήλικα άτομα, είτε αγόρια είτε κορίτσια.
Συμπέρασμα
Ο ισχυρισμός ότι το 86% των βιαστών μικρών αγοριών είναι ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι είναι παραπλανητικός γιατί εμφανίζεται εκτός του ευρύτερου πλαισίου της έρευνας από την οποία εξάγεται, αλλά και γιατί η έρευνα αυτή χαρακτηρίζεται από αριθμό μεθοδολογικών προβλημάτων. Ο ισχυρισμός προέρχεται από μία έρευνα του Erikson και των συνεργατών του (1988) και δεν αναφέρεται στο σύνολο των παιδεραστών, αλλά σε ένα ποσοστό της τάξης του 30% των παιδεραστών οι οποίοι έδειξαν προτίμηση προς παιδιά του ιδίου φύλου. Το υπόλοιπο 70% των παιδεραστών από την εν λόγω έρευνα κακοποίησε σεξουαλικά παιδιά του αντίθετου φύλου, δηλαδή κορίτσια. Επίσης ο υπολογισμός του ποσοστού αυτού προκύπτει από προβληματική μεθοδολογικά διαδικασία η οποία σήμερα δεν μπορεί να ελεγχθεί.
Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, η παιδοφιλία αντιμετωπίζεται ως παραφιλία και άτυπος σεξουαλικός προσανατολισμός, ενώ η παιδεραστία περιλαμβάνει μόνο στο 50% πραγματικούς παιδόφιλους και στο υπόλοιπο 50% άτομα με σεξουαλικό προσανατολισμό προς ενήλικες. Παρόλο που το φαινόμενο δεν είναι κατανοητό σε όλο το φάσμα του ακόμα, η παιδοφιλία και η παιδεραστία περιλαμβάνουν άτομα με πολλές συννοσηρότητες και άτυπα χαρακτηριστικά, ενώ δεν έχει βρεθεί καμία συσχέτιση μεταξύ παιδοφιλίας ή παιδεραστίας και ομοφυλοφιλίας.