Ισχυρισμός: Η κυβέρνηση των Εργατικών επεδίωξε να συγκαλύψει το πρόβλημα των αποπλανητικών συμμοριών, σε συνέχεια της ενοχοποίησης των παιδικών θυμάτων από τον πρωθυπουργό, όταν αυτός ήταν εισαγγελέας.
Συμπέρασμα: Σε βάθος δεκαετιών, ενώ το πρόβλημα των αποπλανητικών συμμοριών είχε παραβλεφθεί περισσότερο υπό διοικήσεις ορισμένων στελεχών του Εργατικού κόμματος, σχετικές ευθύνες έφεραν επίσης διοικήσεις άλλων κομμάτων. Το 2008, όταν ο νυν πρωθυπουργός Keir Starmer ανέλαβε τότε επικεφαλής της εισαγγελίας, επεδίωξε ενεργά την αντιμετώπιση του προβλήματος της παιδικής κακοποίησης και πέτυχε τότε ρεκόρ διώξεων, οδηγώντας στην ευρεία δημοσιοποίησή του. Το ρητό ενοχοποίησης που του αποδίδεται, αποτελεί λανθασμένη ανάγνωση μιας εγκυκλίου, και αντιθέτως, ο ίδιος προώθησε την ευαισθητοποίηση απέναντι στις καταγγελίες των θυμάτων. Οι πολυετείς έρευνες που ακολούθησαν, οδήγησαν σε 20 προτάσεις για την αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, οι οποίες όμως στο μεγαλύτερο βαθμό αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση την Συντηρητικών. Όταν οι Εργατικοί ανέλαβαν και πάλι την εξουσία το 2024, ανακοίνωσαν ότι θα άρχιζαν να υλοποιούν κάποιες βασικές προτάσεις, και κατέθεσαν επίσης ένα συμπληρωματικό νομοσχέδιο υποστήριξης παραμελημένων παιδιών. Όταν όμως το ζήτημα των αποπλανητικών συμμοριών επανήλθε στην επικαιρότητα μέσω εξωτερικής παρέμβασης, οι Συντηρητικοί ζήτησαν την κατάργηση του νομοσχεδίου και στη θέση του, μια νέα έρευνα για τις συμμορίες, κάτι που δεν είχαν επιδιώξει κατά την διακυβέρνησή τους. Οι Εργατικοί επισήμαναν ότι υπερτερούσε η ανάγκη άμεσων μέτρων αντί για καθυστέρηση με ακόμη περισσότερες έρευνες, θέση που υποστηρίχθηκε και από τρίτους ειδικούς κατά της παιδικής κακοποίησης. Ωστόσο, οι Εργατικοί δεν απέκλεισαν κάθε διερεύνηση, και σύντομα ανακοίνωσαν ότι θα λάμβανε χώρα μια τρίμηνη έρευνα, καθώς και ανεξάρτητη επαναδιερεύνηση παλιότερων περιστατικών κακοποίησης.
Σύμφωνα με σειρά viral αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καταψήφισε τη διεξαγωγή έρευνας για μαζικούς βιασμούς από συμμορίες μεταναστών, σε μια προσπάθεια να συγκαλύψει τις ευθύνες της.
Κάποιες αναρτήσεις ισχυρίζονται επιπλέον ότι ο Πρωθυπουργός είχε προσωπική ευθύνη για το σκάνδαλο προ δεκαετίας, όταν είχε εκδώσει εγκύκλιο που χαρακτήριζε τέτοιους βιασμούς «συναινετικούς». Τον ισχυρισμό ανέρτησε και ο βουλευτής Κυριάκος Βελόπουλος.
Στην πραγματικότητα όμως, οι αναφορές είναι από παραπλανητικές έως πλήρως εσφαλμένες.
Το υπόβαθρο της υπόθεσης
Ο δισεκατομμυριούχος Elon Musk, ιδιοκτήτης του κοινωνικού δικτύου X (πρώην Twitter), τα τελευταία έτη άρχισε να εμπλέκεται στην πολιτική διεθνών σχέσεων. Από το 2023, του ασκήθηκε κριτική για την ώθηση που έδινε σε πολιτικούς του ακροδεξιού κόμματος AfD στη Γερμανία, και από το 2024, για την κλιμάκωση εντάσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Χαρακτηριστικά, τον Αύγουστο 2024, ο Musk δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο «οδηγούνταν σε εμφύλιο πόλεμο». Η σειρά των παρεμβάσεων αυτών, έχει προκαλέσει ανησυχία σε πολλούς ευρωπαίους ηγέτες.
Η πιο πρόσφατη σειρά κριτικής που ο Musk έχει ασκήσει στη σημερινή κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, επανέφερε στο προσκήνιο μια σειρά σκανδάλων που είχαν ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα. Τα σκάνδαλα αυτά αφορούσαν τη δραστηριότητα αποπλανητικών συμμοριών σε διάφορες πόλεις, που προέβαιναν σε μαζικές κακοποιήσεις και βιασμούς παιδιών, αλλά για πολλά χρόνια, η δράση τους παρέμενε ευρέως άγνωστη και δεν αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικά.
- Η πλέον σοβαρή υπόθεση λάμβανε χώρα στην πόλη Ρόδεραμ, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, έως τις αρχές του 2013. Η πρώην επικεφαλής κοινωνική λειτουργός της Σκωτίας, Alexis Jay, ανέλαβε τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας το 2014, που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι περισσότερα από 1400 παιδιά είχαν κακοποιηθεί. Οι τοπικές αρχές κατηγορήθηκαν για την αδράνειά τους και οδηγήθηκαν σε παραίτηση. Μέχρι σήμερα έχουν καταδικαστεί 63 πρόσωπα για σεξουαλικά εγκλήματα στην υπόθεση του Ρόδεραμ. Συνολικά, μεταξύ 2014 και 2024, ολοκληρώθηκαν ανάλογες έρευνες σε 5 πόλεις.
Σύντομα μετά την ολοκλήρωση της έρευνας της Jay στο Ρόδεραμ, η τότε Συντηρητική κυβέρνηση, της ζήτησε να αναλάβει μια εκτενέστερη εγχώρια έρευνα για την παιδική σεξουαλική κακοποίηση, που ονομάστηκε IICSA. Η έρευνα διήρκησε μεταξύ 2014 και 2022, οπότε και παρέδωσε την 19η και τελευταία της έκθεση. Η μία από τις εκθέσεις αφορούσε ειδικά τη δραστηριότητα οργανωμένων δικτύων κακοποίησης, αλλά η τελική εστίαση ήταν συνολικότερη.
Στην τελευταία έκθεση, παρατέθηκαν 20 συστάσεις για έκτακτη υλοποίηση, με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματος από κάθε πηγή, καθώς και την υποστήριξη των θυμάτων. Ωστόσο, η εφαρμογή των 20 συστάσεων δεν προχώρησε σημαντικά τα επόμενα 2 χρόνια. Μία δημοσιογραφική ανάλυση αξιολόγησε ότι μόνο 3 συστάσεις εφαρμόστηκαν πλήρως, και 2 ακόμη μερικώς· από την άλλη, η ομάδα “Act On IICSA”, της οποίας προοδεύει η Jay, ακόμη αξιολογεί ότι δεν έχει εφαρμοστεί πραγματικά, καμία πρόταση σε εθνικό επίπεδο.
Ο νέος νόμος και η καταψήφιση της τροπολογίας του
Στις βρετανικές εκλογές του καλοκαιριού 2024, για πρώτη φορά από το 2010, ανέλαβε την εξουσία το κόμμα των Εργατικών. Το Δεκέμβριο, η νέα κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο για την προστασία των παιδιών που δεν είναι εγγεγραμμένα στο σχολικό σύστημα, πρακτική που χαρακτήρισε συμπληρωματική στις προτάσεις της Jay. Παράλληλα, η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα υλοποιούσε χωριστά και 3 ακόμη από τις προτάσεις των εκθέσεων της Jay (οι 2 συμπεριλαμβάνονταν στις 20 γενικές συστάσεις, και η 1 στην έκθεση για τις συμμορίες).
Στις 8 Ιανουαρίου 2025, το εν λόγω νομοσχέδιο κατατέθηκε για την καθιερωμένη δεύτερη ανάγνωση από το ένα κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε αυτήν την ανάγνωση, η αντιπολίτευση κατέθεσε πρόταση τροποποίησης του νομοσχεδίου, που συνεπαγόταν την ακύρωσή του. Αυτή η τροποποίηση έληγε με μόνο μία συγκεκριμένη προτροπή προς την κυβέρνηση: να εκτελέσει «μια εθνική νομοθετική έρευνα για την ιστορική σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, επικεντρωμένη σε αποπλανητικές συμμορίες».
Η πρόταση αυτή καταψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία, κυρίως λόγω της κυριαρχίας των Εργατικών στη Βουλή, ενώ ένα παρόμοιο ποσοστό κοντά στο 12% και από τα δύο κόμματα απείχε.
Το τρίτο πιο μεγάλο κόμμα, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (που συγκυβερνούσαν με τους Συντηρητικούς το 2010-2015), απείχαν επίσης από ψήφο. Οι Φιλελεύθεροι αναγνώρισαν ότι μια νέα έρευνα θα είχε χρησιμότητα στην αποτελεσματικότερη καταδίωξη των εγκληματιών, αλλά συνολικά καταδίκασαν την τροπολογία ως πολιτικά υποκινούμενη. Επεσήμαναν ότι ήδη είχε ολοκληρωθεί η επταετής έρευνα της Jay, και οι περισσότερες κατατεθειμένες προτάσεις της, είχαν αγνοηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση των Συντηρητικών. Επιπλέον, η τροπολογία δεν θα εξασφάλιζε τη διεξαγωγή νέας έρευνας, ενώ θα σήμαινε την ακύρωση θετικών πρωτοβουλιών για την προστασία των παιδιών. Η ανακοίνωση έκλεινε δηλώνοντας ότι οι Φιλελεύθεροι θα επιδίωκαν να ενισχύσουν το νομοσχέδιο, χωρίς όμως να το ακυρώσουν.
Στη Βουλή έλαβε χώρα ζωηρός διάλογος για το ζήτημα, τόσο μεταξύ βουλευτών, όσο και στην περίοδο ερωτήσεων στον πρωθυπουργό, Keir Starmer, όπου συμμετείχε και η πρόεδρος των Συντηρητικών, Kemi Badenoch.
Η Badenoch επιχειρηματολόγησε υπέρ της αναγκαιότητας μιας νέας έρευνας, λέγοντας ότι η προηγούμενη της Jay δεν είχε διακρίνει και εστιάσει επαρκώς στο πρόβλημα των συμμοριών, αλλά το είχε τοποθετήσει στο ευρύτερο πλαίσιο κακοποίησης από τρίτους. Δήλωσε επίσης ότι μια νέα στοχευμένη έρευνα θα μπορούσε να είναι συντομότερη αντί για επταετής όπως η προηγούμενη.
Ο Starmer δήλωσε ότι μπορούσε εύλογα να συμφωνήσει ή διαφωνήσει κανείς με την αναγκαιότητα νέας έρευνας. Αντέτεινε όμως ότι είχε συζητήσει με οικογένειες θυμάτων (κάτι που η Badenoch δήλωσε ότι δε θεωρούσε απαραίτητο να κάνει προσωπικά), και αυτές ήθελαν άμεση δράση, κάτι που μια εκ νέου έρευνα θα μπορούσε να καθυστερήσει για χρόνια. Σημείωσε ακόμη ότι ανεξαρτήτως της θέσης του καθένα για μια νέα έρευνα, θεωρούσε σοκαριστικό ότι κανείς θα ήθελε να ακυρώσει τις υπάρχουσες προτάσεις του νομοσχεδίου για ισχυροποίηση της προστασίας των παιδιών.
Ανεξάρτητοι αναλυτές θεώρησαν επίσης εύλογες τις αναφορές για πολιτική σκοπιμότητα, καθώς η Badenoch δεν είχε ξαναναφέρει την αναγκαιότητα αντίστοιχης έρευνας προτού το ζήτημα έρθει στην επικαιρότητα μέσω των αναρτήσεων του Musk, παρότι είχε λάβει θέση υφυπουργού για τα παιδιά το 2019, και υπουργού γυναικών το 2021. Επιπλέον, αντίστοιχες κατηγορίες προκάλεσε η αποστολή μαζικού email από τους Συντηρητικούς υπέρ της νέας έρευνας, όπου όμως ζητούνταν επίσης οικονομικές δωρεές προς το κόμμα τους.
Για αποπροσανατολισμό και πολιτική σκοπιμότητα έκανε λόγο και η Jay, υποστηρίζοντας ότι τα θύματα σαφώς θέλουν άμεση δράση, με εφαρμογή συστάσεων όπως των δικών της, αντί για περισσότερη καθυστέρηση με νέες έρευνες και συζητήσεις. Αντίστοιχη ήταν και η τοποθέτηση ενός ρεπόρτερ που καλύπτει σχετικές δίκες συμμοριών, καθώς και νομικής οργάνωσης που υποστηρίζει αντίστοιχα θύματα.
Πάντως, ο Starmer δεν απέρριψε πλήρως το αίτημα μιας νέας έρευνας, με τον εκπρόσωπό του να δηλώνει «ανοιχτομυαλιά» την ίδια μέρα της κοινοβουλευτικής διαμάχης, και ότι «πάντα θα ακούν τι θέλουν τα θύματα». Έτσι, στις 16 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση τελικά ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων που επεδίωκαν την ισορροπία μεταξύ των δύο οπτικών· θα λάμβανε άμεσα χώρα μια ταχεία τρίμηνη εθνική έρευνα για το θέμα, και παράλληλα θα παρεχόταν χρηματοδότηση για 5 νέες τοπικές έρευνες. Επιπλέον, θα δινόταν η δυνατότητα επανεξέτασης παλιότερων αρχειοθετημένων περιστατικών από ανεξάρτητο φορέα, με δυνατότητες βαθύτερης διερεύνησης.
Αβάσιμες οι κατηγορίες συγκάληψης από τον Starmer
Όπως αναγνωρίζεται στις προαναφερόμενες εκθέσεις, την κεντρική ευθύνη για τα εκάστοτε τοπικά σκάνδαλα, φέρουν οι αντίστοιχες τοπικές αρχές. Προκειμένου να εξετάσουμε τις αντίστοιχες πολιτικές ευθύνες, προχωρήσαμε σε μια ανασκόπηση σύνθεσης των δημοτικών συμβουλίων στις 5 πόλεις που μέχρι στιγμής τεκμηριωμένα απέτυχαν να δράσουν εγκαίρως. (Σημειώνουμε ότι μέχρι το 2012, τα εν λόγω συμβούλια έλεγχαν στο μεγαλύτερο βαθμό και τις τοπικές αστυνομικές αρχές.)
Διαπιστώσαμε ότι το κόμμα των Εργατικών είναι αυτό που συχνότερα διέθετε πολιτικό έλεγχο στα αντίστοιχα συμβούλια τις τελευταίες δεκαετίες, χαρακτηριστικά στο Ρόδεραμ, αλλά ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, δεν υπήρχε πλειοψηφικός έλεγχος από κανένα κόμμα, και σε μικρότερα διαστήματα, υπερείχαν Συντηρητικοί ή Φιλελεύθεροι (Τέλφορντ, Όλντχαμ, Μπρίστολ, Ρότσντεϊλ). Συνεπώς, ενώ οι Εργατικοί έφεραν σημαντική τοπική πολιτική ευθύνη για τα σκάνδαλα, δεν επρόκειτο για αποκλειστική τους παράλειψη.
Όσον αφορά την ευθύνη της κεντρικής κυβέρνησης, και πάλι συμπεριλαμβάνει τους Συντηρητικούς, που κυβερνούσαν μεταξύ 1979-1996, οπότε και ξεκίνησαν τα σκάνδαλα. Ωστόσο, η ευθύνη επικεντρώνεται περισσότερο σε μετέπειτα κυβερνήσεις των Εργατικών, συγκεκριμένα υπό την πρωθυπουργία του Tony Blair.
Χαρακτηριστικά, το 2001, το Υπουργείο Εσωτερικών ανέλαβε την διεξαγωγή μιας έρευνας για την πορνεία στα Ρόδεραμ και το Μπρίστολ, που συμπεριλάμβανε και μια ενότητα για την εκπόρνευση νεαρών προσώπων. Υπεύθυνη ερευνήτρια για το Ρόδεραμ ορίστηκε η δικηγόρος Adele Weir. Ωστόσο, όταν το ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα το 2014, η Weir δήλωσε ότι από νωρίς στην έρευνά της, είχε υπάρξει αντιεπαγγελματισμός και αδιαφορία από τις τοπικές αρχές.
Αντίστοιχα, μια καταγγελία στον τότε Υπουργό Εσωτερικών David Blunkett από γονείς ενός θυματοποιημένου κοριτσιού δεν οδήγησε σε αποτελέσματα, μέχρι που η συμμορία του δράστη καταδικάστηκε την επόμενη δεκαετία, μετά από επαναδιερεύνηση περισσότερων εγκλημάτων τους.
Ωστόσο ήταν διαφορετική η στάση του νυν βρετανού πρωθυπουργού Keir Starmer, που το 2008-2013 είχε αναλάβει τον ρόλο του επικεφαλής της βρετανικής εισαγγελίας (CPS).
Καταρχάς, το ρητό που αναγνωρίζει «αποφάσεις των ανήλικων παιδιών» και τα ενοχοποιεί για την κακοποίηση, δεν αποτελεί δική του τοποθέτηση. Όπως έδειξε το BBC σε ενδελεχή του έρευνα, η λανθασμένη απόδοση του ρητού, οφείλεται σε δήλωση του Nazir Afzal, πρώην τοπικού εισαγγελέα, το 2018. Έκτοτε, τα αστυνομικά αρχεία, ποικίλα αστυνομικά στελέχη και ο ίδιος ο Afzal, έχουν επιβεβαιώσει ότι καμιά εγκύκλιος δεν περιείχε την εν λόγω αναφορά. Καταγράφηκε μόνο μια προτροπή ώστε, κατά την αξιολόγηση σοβαρής ζημιάς στα παιδιά, «να λαμβάνονται υπόψη οι αντιδράσεις του παιδιού και οι αντιλήψεις του, ανάλογα με την ηλικία και την κατανόησή του».
Στο πρώτο έτος διοίκησης της CPS από τον Starmer, ένας δικηγόρος της υπηρεσίας έλαβε την απόφαση να μην ασκήσει δίωξη σε πρόσωπα που κατήγγειλε ένα νεαρό κορίτσι στο Ρόχντεϊλ, καθώς έκρινε τους ισχυρισμούς της αναξιόπιστους. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο Starmer είχε εμπλοκή στη συγκεκριμένη υπόθεση, και αντιθέτως, όταν έθεσε υπεύθυνο τον Afzal στην εν λόγω περιοχή το 2011, αυτός επανέφερε τη διερεύνηση της υπόθεσης και πέτυχε καταδίκες σε αυτήν και άλλες αντίστοιχες υποθέσεις· παράλληλα, ο επίμαχος δικηγόρος αποσύρθηκε από έλεγχο ανάλογων υποθέσεων και επανεκπαιδεύτηκε.
Υπό την ηγεσία του Starmer, η CPS απολογήθηκε για προηγούμενα σφάλματα και ανεπάρκειες, και επεδίωξε ενεργά την αντιμετώπιση των προκαταλήψεων απέναντι στα θύματα και την επαναδιερεύνηση κλειστών υποθέσεων· τελικά, πέτυχε τότε ρεκόρ διώξεων για παιδική κακοποίηση. Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε η διερεύνηση και οι πρώτες καταδίκες των συμμοριών, που έπειτα έδωσαν το έναυσμα διερεύνησης και γνωστοποίησης του μεγέθους του προβλήματος.
Χαρακτηριστικά, ο αναγνωρισμένος δημοσιογράφος Andrew Norfolk, που γνωστοποίησε ευρέως την υπόθεση του Ρόδεραμ το 2011, δήλωσε ότι ο Starmer είχε επιδιώξει συνάντηση και συζήτηση μαζί του ώστε να διορθώσει τους κανονισμούς που ενοχοποιούσαν τα θύματα· και ότι όντως, ο Starmer μετέπειτα προέβη σε αλλαγές που επέτρεψαν την επιτυχημένη δίωξη των συμμοριών. Η προσφορά του Starmer αναγνωρίστηκε και από διακομματική επιτροπή του 2013, την πρώτη τέτοια που διερεύνησε το πρόβλημα των εν λόγω συμμοριών.
Η μόνη εύλογη κριτική που έχει ασκηθεί στον Starmer στο προκείμενο ζήτημα, είναι ότι αντιθέτως, η κουλτούρα υψηλής εμπιστοσύνης στα θύματα που προώθησε ο ίδιος, οδήγησε και σε κάποιες διώξεις απέναντι σε αθώους.
Παραπληροφόρηση για τον ρόλο των συμμοριών
Μερικές αναρτήσεις ισχυρίζονται ότι το πρόβλημα των συμμοριών είναι τόσο διευρυμένο, που τα θύματά τους ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες, ή ακόμη και στο εκατομμύριο. Στην πραγματικότητα όμως, όπως έχουν δείξει αναλύσεις των διαθέσιμων στοιχείων, τέτοιες εκτιμήσεις είναι αναξιόπιστες.
Η έκθεση της Jay το 2014, έκανε λόγο για «συντηρητική εκτίμηση 1400 θυμάτων στο Ρόδεραμ μεταξύ 1997-2013»· αλλά δε μπορεί να γίνει απευθείας αναγωγή της συγκεκριμένης κρίσης στο σύνολο του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε από άποψη επίπεδου δραστηριότητας συμμοριών, ούτε από εκτιμώμενη απόκρυψη περιστατικών από θύματα. Συνολικά, η τελευταία έκθεση της IISCA το 2022, αναγνώρισε ότι το ακριβές μέγεθος του προβλήματος, είναι ακόμη άγνωστο.
Με δεδομένο ότι το 2020, το 7.5% των ενηλίκων στην Αγγλία και Ουαλία δήλωσε κάποιας μορφής σεξουαλική κακοποίηση πριν τα 16 τους έτη, ο αντίστοιχος πληθυσμός θα ανερχόταν σε 3.1 εκατομμύρια άτομα. Ωστόσο, με βάση τα πιο πρόσφατα και αναλυτικά δεδομένα, μόνο ένα μικρό μέρος των εν λόγω περιστατικών αναμένεται να αφορούσε δράση συμμοριών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δεδομένα της βρετανικής αστυνομίας για το 2022, το πιο συχνό περιβάλλον κακοποίησης παρέμενε το οικογενειακό, όπως έχει διαπιστωθεί διεθνώς, όπου λάμβανε χώρα 1 στις 3 επιθέσεις· επίσης συνολικά, οι μισές επιθέσεις λάμβαναν χώρα από άλλα παιδιά. Σύμφωνα με άλλη σειρά δεδομένων για το 2023, μόλις το 3.7% των περιστατικών κακοποίησης παιδιών είχαν διαπραχθεί από ομάδες, και συνολικά μόνο το 0.6% από αποπλανητικές συμμορίες.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι σε αντίστοιχες συμμορίες συμμετέχουν μόνο μουσουλμάνοι, πρόκειται και πάλι για παραπληροφόρηση. Στην περίπτωση του Ρόδεραμ, η έκθεση του 2014 συμπέρανε ότι οι περισσότεροι δράστες ήταν πακιστανικής καταγωγής, αλλά στους καταδικασθέντες συμπεριλαμβάνονται και πρόσωπα βρετανικού υποβάθρου, όπως ο Tony Chapman, που έχει λάβει μια από τις βαρύτερες ποινές μεταξύ αντίστοιχων δραστών.
Μια συνολικότερη έρευνα επί του θέματος, διεξήχθει από το Υπουργείο Εσωτερικών και δημοσιοποιήθηκε το 2020· αυτή διαπίστωσε ότι περιορισμένα δεδομένα της περασμένης δεκαετίας, συνολικά εμφάνιζαν λευκούς δράστες συμμοριών συχνότερα από ασιάτες· ωστόσο παρέμενε αβεβαιότητα, λόγω ανεπαρκούς και κάποιες φορές υποκειμενικής καταγραφής εθνότητας. Σημειώθηκαν επίσης προκαταρκτικά στοιχεία υπερεκπροσώπησης ασιατών δραστών σε αναλογία με τον μικρό πληθυσμό τους, αλλά και πάλι, καταγράφηκε αβεβαιότητα λόγω κακής ποιότητας δεδομένων. Αντίστοιχα συμπεράσματα έχουν δημοσιευτεί και στην ανεξάρτητη βιβλιογραφία.
Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι ακόμη και αν υπάρχει όντως υπερεκπροσώπηση δραστών παιδικής κακοποίησης σε ορισμένες εθνοτικές ομάδες, τέτοιοι δράστες παραμένουν μικρή μειοψηφία σε όλες τις ομάδες, και είναι αναλογικά ελάχιστοι όσοι ανήκουν σε αντίστοιχες συμμορίες. (Η παρατήρηση προκύπτει από τα προαναφερόμενα δεδομένα, και συγκρίσεις του εκτιμώμενου πληθυσμού των δραστών, με το μέγεθος των συνολικών πληθυσμιακών ομάδων.)
Όσον αφορά τις αιτίες αδράνειας των αρχών, ενώ στις εκθέσεις αναφέρεται ως συμπαράγοντας και η επιφύλαξη των αρχών για τυχόν στοχοποίηση μειονοτήτων, επισημαίνεται ότι πρόκειται για μία από πολυάριθμες αιτίες. Έτσι, μεταξύ πόλεων και διαφορετικών τύπων κακοποίησης, καταγράφηκαν ευρύτερες ανεπάρκειες σε συστήματα καταγραφής, συνεργασίας, και αξιοποίησης πληροφοριών, καθώς και προβληματικής αντιμετώπισης των θυμάτων. Αυτό για παράδειγμα επισημάνθηκε στις εκθέσεις της IICSA.
Την αλληλοεπικαλυπτόμενη προβληματική αντιμετώπιση των αποπλανητικών συμμοριών και της ευρύτερης παιδικής κακοποίησης, αναγνώρισε έμπρακτα και η βρετανική αστυνομία το 2023. Τότε, η κυβέρνηση των Συντηρητικών ανακοίνωσε τη δημιουργία αστυνομικής «ομάδας εργασίας για τις αποπλανητικές συμμορίες», ωστόσο η ίδια η αστυνομία δε χρησιμοποίησε τον εν λόγω τίτλο στην ανακοίνωσή της. Σύντομα άρχισε να χρησιμοποιεί το ευρύτερο αναγνωριστικό της «ομάδας εργασίας παιδικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης», που αντιστοιχούσε με το ότι η πλειοψηφία των περιστατικών που καλούνταν να ερευνήσει, δεν αφορούσε δίκτυα προσώπων.
Παραπλανητικές είναι και οι αναφορές ότι τα θύματα «ήταν μόνο λευκά κορίτσια», που στοχοποιούνταν ως «μη μουσουλμάνες». Τα περισσότερα γνωστά θύματα στο Ρόδεραμ ήταν όντως λευκά κορίτσια, αλλά αυτό ήταν πληθυσμιακά αναμενόμενο, καθώς γενικότερα αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών. Επίσης, ήδη η αναφορά της Jay το 2014, είχε εντοπίσει πολυάριθμες περιπτώσεις ασιατικών θυμάτων, που καταρχάς, ήταν δυσκολότερο να γνωστοποιήσουν την κακοποίησή τους, και ακόμη και όσα το έκαναν, δε λάμβαναν ανάλογη δημοσιότητα και αναγνώριση.
Τέλος, όσον αφορά τους στόχους των δραστών, όπως αναλύθηκε στην έκθεση του 2020, δεν καταγράφεται ως κριτήριο το θρησκευτικό υπόβαθρο των θυμάτων, αλλά η ευαλωτότητά τους, με πρωταρχικό στόχο παραμελημένα ή απομονωμένα παιδιά. Ως κίνητρο καταγράφεται συχνά αλλά όχι πάντα, το σεξουαλικό ενδιαφέρον στα παιδιά, και άλλες φορές κίνητρα ευρύτερης ικανοποίησης, κυριαρχίας, οικονομικού οφέλους, ή εκτίμησης μεταξύ γνωστών.
Συμπέρασμα
Συνιστά παραπληροφόρηση ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση των Εργατικών επεδίωξε να συγκαλύψει το πρόβλημα των αποπλανητικών συμμοριών, σε συνέχεια της ενοχοποίησης των παιδικών θυμάτων από τον πρωθυπουργό, όταν αυτός ήταν εισαγγελέας.
Σε βάθος δεκαετιών, ενώ το πρόβλημα των αποπλανητικών συμμοριών είχε παραβλεφθεί περισσότερο υπό διοικήσεις ορισμένων στελεχών του Εργατικού κόμματος, σχετικές ευθύνες έφεραν επίσης διοικήσεις άλλων κομμάτων. Το 2008, όταν ο νυν πρωθυπουργός Keir Starmer ανέλαβε τότε επικεφαλής της εισαγγελίας, επεδίωξε ενεργά την αντιμετώπιση του προβλήματος της παιδικής κακοποίησης και πέτυχε τότε ρεκόρ διώξεων, οδηγώντας στην ευρεία δημοσιοποίησή του. Το ρητό ενοχοποίησης που του αποδίδεται, αποτελεί λανθασμένη ανάγνωση μιας εγκυκλίου, και αντιθέτως, ο ίδιος προώθησε την ευαισθητοποίηση απέναντι στις καταγγελίες των θυμάτων.
Οι πολυετείς έρευνες που ακολούθησαν, οδήγησαν σε 20 προτάσεις για την αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, οι οποίες όμως στο μεγαλύτερο βαθμό αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση την Συντηρητικών. Όταν οι Εργατικοί ανέλαβαν και πάλι την εξουσία το 2024, ανακοίνωσαν ότι θα άρχιζαν να υλοποιούν κάποιες βασικές προτάσεις, και κατέθεσαν επίσης ένα συμπληρωματικό νομοσχέδιο υποστήριξης παραμελημένων παιδιών.
Όταν όμως το ζήτημα των αποπλανητικών συμμοριών επανήλθε στην επικαιρότητα μέσω εξωτερικής παρέμβασης, οι Συντηρητικοί ζήτησαν την κατάργηση του νομοσχεδίου και στη θέση του, μια νέα έρευνα για τις συμμορίες, κάτι που δεν είχαν επιδιώξει κατά την διακυβέρνησή τους. Οι Εργατικοί επισήμαναν ότι υπερτερούσε η ανάγκη άμεσων μέτρων αντί για καθυστέρηση με ακόμη περισσότερες έρευνες, θέση που υποστηρίχθηκε και από τρίτους ειδικούς κατά της παιδικής κακοποίησης. Ωστόσο, οι Εργατικοί δεν απέκλεισαν κάθε διερεύνηση, και σύντομα ανακοίνωσαν ότι θα λάμβανε χώρα μια τρίμηνη έρευνα, καθώς και ανεξάρτητη επαναδιερεύνηση παλιότερων περιστατικών κακοποίησης.
Συμπέρασμα: Σε βάθος δεκαετιών, ενώ το πρόβλημα των αποπλανητικών συμμοριών είχε παραβλεφθεί περισσότερο υπό διοικήσεις ορισμένων στελεχών του Εργατικού κόμματος, σχετικές ευθύνες έφεραν επίσης διοικήσεις άλλων κομμάτων. Το 2008, όταν ο νυν πρωθυπουργός Keir Starmer ανέλαβε τότε επικεφαλής της εισαγγελίας, επεδίωξε ενεργά την αντιμετώπιση του προβλήματος της παιδικής κακοποίησης και πέτυχε τότε ρεκόρ διώξεων, οδηγώντας στην ευρεία δημοσιοποίησή του. Το ρητό ενοχοποίησης που του αποδίδεται, αποτελεί λανθασμένη ανάγνωση μιας εγκυκλίου, και αντιθέτως, ο ίδιος προώθησε την ευαισθητοποίηση απέναντι στις καταγγελίες των θυμάτων. Οι πολυετείς έρευνες που ακολούθησαν, οδήγησαν σε 20 προτάσεις για την αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, οι οποίες όμως στο μεγαλύτερο βαθμό αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση την Συντηρητικών. Όταν οι Εργατικοί ανέλαβαν και πάλι την εξουσία το 2024, ανακοίνωσαν ότι θα άρχιζαν να υλοποιούν κάποιες βασικές προτάσεις, και κατέθεσαν επίσης ένα συμπληρωματικό νομοσχέδιο υποστήριξης παραμελημένων παιδιών. Όταν όμως το ζήτημα των αποπλανητικών συμμοριών επανήλθε στην επικαιρότητα μέσω εξωτερικής παρέμβασης, οι Συντηρητικοί ζήτησαν την κατάργηση του νομοσχεδίου και στη θέση του, μια νέα έρευνα για τις συμμορίες, κάτι που δεν είχαν επιδιώξει κατά την διακυβέρνησή τους. Οι Εργατικοί επισήμαναν ότι υπερτερούσε η ανάγκη άμεσων μέτρων αντί για καθυστέρηση με ακόμη περισσότερες έρευνες, θέση που υποστηρίχθηκε και από τρίτους ειδικούς κατά της παιδικής κακοποίησης. Ωστόσο, οι Εργατικοί δεν απέκλεισαν κάθε διερεύνηση, και σύντομα ανακοίνωσαν ότι θα λάμβανε χώρα μια τρίμηνη έρευνα, καθώς και ανεξάρτητη επαναδιερεύνηση παλιότερων περιστατικών κακοποίησης.
Σύμφωνα με σειρά viral αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καταψήφισε τη διεξαγωγή έρευνας για μαζικούς βιασμούς από συμμορίες μεταναστών, σε μια προσπάθεια να συγκαλύψει τις ευθύνες της.
Κάποιες αναρτήσεις ισχυρίζονται επιπλέον ότι ο Πρωθυπουργός είχε προσωπική ευθύνη για το σκάνδαλο προ δεκαετίας, όταν είχε εκδώσει εγκύκλιο που χαρακτήριζε τέτοιους βιασμούς «συναινετικούς». Τον ισχυρισμό ανέρτησε και ο βουλευτής Κυριάκος Βελόπουλος.
Στην πραγματικότητα όμως, οι αναφορές είναι από παραπλανητικές έως πλήρως εσφαλμένες.
Το υπόβαθρο της υπόθεσης
Ο δισεκατομμυριούχος Elon Musk, ιδιοκτήτης του κοινωνικού δικτύου X (πρώην Twitter), τα τελευταία έτη άρχισε να εμπλέκεται στην πολιτική διεθνών σχέσεων. Από το 2023, του ασκήθηκε κριτική για την ώθηση που έδινε σε πολιτικούς του ακροδεξιού κόμματος AfD στη Γερμανία, και από το 2024, για την κλιμάκωση εντάσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Χαρακτηριστικά, τον Αύγουστο 2024, ο Musk δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο «οδηγούνταν σε εμφύλιο πόλεμο». Η σειρά των παρεμβάσεων αυτών, έχει προκαλέσει ανησυχία σε πολλούς ευρωπαίους ηγέτες.
Η πιο πρόσφατη σειρά κριτικής που ο Musk έχει ασκήσει στη σημερινή κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, επανέφερε στο προσκήνιο μια σειρά σκανδάλων που είχαν ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα. Τα σκάνδαλα αυτά αφορούσαν τη δραστηριότητα αποπλανητικών συμμοριών σε διάφορες πόλεις, που προέβαιναν σε μαζικές κακοποιήσεις και βιασμούς παιδιών, αλλά για πολλά χρόνια, η δράση τους παρέμενε ευρέως άγνωστη και δεν αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικά.
- Η πλέον σοβαρή υπόθεση λάμβανε χώρα στην πόλη Ρόδεραμ, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, έως τις αρχές του 2013. Η πρώην επικεφαλής κοινωνική λειτουργός της Σκωτίας, Alexis Jay, ανέλαβε τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας το 2014, που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι περισσότερα από 1400 παιδιά είχαν κακοποιηθεί. Οι τοπικές αρχές κατηγορήθηκαν για την αδράνειά τους και οδηγήθηκαν σε παραίτηση. Μέχρι σήμερα έχουν καταδικαστεί 63 πρόσωπα για σεξουαλικά εγκλήματα στην υπόθεση του Ρόδεραμ. Συνολικά, μεταξύ 2014 και 2024, ολοκληρώθηκαν ανάλογες έρευνες σε 5 πόλεις.
Σύντομα μετά την ολοκλήρωση της έρευνας της Jay στο Ρόδεραμ, η τότε Συντηρητική κυβέρνηση, της ζήτησε να αναλάβει μια εκτενέστερη εγχώρια έρευνα για την παιδική σεξουαλική κακοποίηση, που ονομάστηκε IICSA. Η έρευνα διήρκησε μεταξύ 2014 και 2022, οπότε και παρέδωσε την 19η και τελευταία της έκθεση. Η μία από τις εκθέσεις αφορούσε ειδικά τη δραστηριότητα οργανωμένων δικτύων κακοποίησης, αλλά η τελική εστίαση ήταν συνολικότερη.
Στην τελευταία έκθεση, παρατέθηκαν 20 συστάσεις για έκτακτη υλοποίηση, με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματος από κάθε πηγή, καθώς και την υποστήριξη των θυμάτων. Ωστόσο, η εφαρμογή των 20 συστάσεων δεν προχώρησε σημαντικά τα επόμενα 2 χρόνια. Μία δημοσιογραφική ανάλυση αξιολόγησε ότι μόνο 3 συστάσεις εφαρμόστηκαν πλήρως, και 2 ακόμη μερικώς· από την άλλη, η ομάδα “Act On IICSA”, της οποίας προοδεύει η Jay, ακόμη αξιολογεί ότι δεν έχει εφαρμοστεί πραγματικά, καμία πρόταση σε εθνικό επίπεδο.
Ο νέος νόμος και η καταψήφιση της τροπολογίας του
Στις βρετανικές εκλογές του καλοκαιριού 2024, για πρώτη φορά από το 2010, ανέλαβε την εξουσία το κόμμα των Εργατικών. Το Δεκέμβριο, η νέα κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο για την προστασία των παιδιών που δεν είναι εγγεγραμμένα στο σχολικό σύστημα, πρακτική που χαρακτήρισε συμπληρωματική στις προτάσεις της Jay. Παράλληλα, η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα υλοποιούσε χωριστά και 3 ακόμη από τις προτάσεις των εκθέσεων της Jay (οι 2 συμπεριλαμβάνονταν στις 20 γενικές συστάσεις, και η 1 στην έκθεση για τις συμμορίες).
Στις 8 Ιανουαρίου 2025, το εν λόγω νομοσχέδιο κατατέθηκε για την καθιερωμένη δεύτερη ανάγνωση από το ένα κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε αυτήν την ανάγνωση, η αντιπολίτευση κατέθεσε πρόταση τροποποίησης του νομοσχεδίου, που συνεπαγόταν την ακύρωσή του. Αυτή η τροποποίηση έληγε με μόνο μία συγκεκριμένη προτροπή προς την κυβέρνηση: να εκτελέσει «μια εθνική νομοθετική έρευνα για την ιστορική σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, επικεντρωμένη σε αποπλανητικές συμμορίες».
Η πρόταση αυτή καταψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία, κυρίως λόγω της κυριαρχίας των Εργατικών στη Βουλή, ενώ ένα παρόμοιο ποσοστό κοντά στο 12% και από τα δύο κόμματα απείχε.
Το τρίτο πιο μεγάλο κόμμα, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (που συγκυβερνούσαν με τους Συντηρητικούς το 2010-2015), απείχαν επίσης από ψήφο. Οι Φιλελεύθεροι αναγνώρισαν ότι μια νέα έρευνα θα είχε χρησιμότητα στην αποτελεσματικότερη καταδίωξη των εγκληματιών, αλλά συνολικά καταδίκασαν την τροπολογία ως πολιτικά υποκινούμενη. Επεσήμαναν ότι ήδη είχε ολοκληρωθεί η επταετής έρευνα της Jay, και οι περισσότερες κατατεθειμένες προτάσεις της, είχαν αγνοηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση των Συντηρητικών. Επιπλέον, η τροπολογία δεν θα εξασφάλιζε τη διεξαγωγή νέας έρευνας, ενώ θα σήμαινε την ακύρωση θετικών πρωτοβουλιών για την προστασία των παιδιών. Η ανακοίνωση έκλεινε δηλώνοντας ότι οι Φιλελεύθεροι θα επιδίωκαν να ενισχύσουν το νομοσχέδιο, χωρίς όμως να το ακυρώσουν.
Στη Βουλή έλαβε χώρα ζωηρός διάλογος για το ζήτημα, τόσο μεταξύ βουλευτών, όσο και στην περίοδο ερωτήσεων στον πρωθυπουργό, Keir Starmer, όπου συμμετείχε και η πρόεδρος των Συντηρητικών, Kemi Badenoch.
Η Badenoch επιχειρηματολόγησε υπέρ της αναγκαιότητας μιας νέας έρευνας, λέγοντας ότι η προηγούμενη της Jay δεν είχε διακρίνει και εστιάσει επαρκώς στο πρόβλημα των συμμοριών, αλλά το είχε τοποθετήσει στο ευρύτερο πλαίσιο κακοποίησης από τρίτους. Δήλωσε επίσης ότι μια νέα στοχευμένη έρευνα θα μπορούσε να είναι συντομότερη αντί για επταετής όπως η προηγούμενη.
Ο Starmer δήλωσε ότι μπορούσε εύλογα να συμφωνήσει ή διαφωνήσει κανείς με την αναγκαιότητα νέας έρευνας. Αντέτεινε όμως ότι είχε συζητήσει με οικογένειες θυμάτων (κάτι που η Badenoch δήλωσε ότι δε θεωρούσε απαραίτητο να κάνει προσωπικά), και αυτές ήθελαν άμεση δράση, κάτι που μια εκ νέου έρευνα θα μπορούσε να καθυστερήσει για χρόνια. Σημείωσε ακόμη ότι ανεξαρτήτως της θέσης του καθένα για μια νέα έρευνα, θεωρούσε σοκαριστικό ότι κανείς θα ήθελε να ακυρώσει τις υπάρχουσες προτάσεις του νομοσχεδίου για ισχυροποίηση της προστασίας των παιδιών.
Ανεξάρτητοι αναλυτές θεώρησαν επίσης εύλογες τις αναφορές για πολιτική σκοπιμότητα, καθώς η Badenoch δεν είχε ξαναναφέρει την αναγκαιότητα αντίστοιχης έρευνας προτού το ζήτημα έρθει στην επικαιρότητα μέσω των αναρτήσεων του Musk, παρότι είχε λάβει θέση υφυπουργού για τα παιδιά το 2019, και υπουργού γυναικών το 2021. Επιπλέον, αντίστοιχες κατηγορίες προκάλεσε η αποστολή μαζικού email από τους Συντηρητικούς υπέρ της νέας έρευνας, όπου όμως ζητούνταν επίσης οικονομικές δωρεές προς το κόμμα τους.
Για αποπροσανατολισμό και πολιτική σκοπιμότητα έκανε λόγο και η Jay, υποστηρίζοντας ότι τα θύματα σαφώς θέλουν άμεση δράση, με εφαρμογή συστάσεων όπως των δικών της, αντί για περισσότερη καθυστέρηση με νέες έρευνες και συζητήσεις. Αντίστοιχη ήταν και η τοποθέτηση ενός ρεπόρτερ που καλύπτει σχετικές δίκες συμμοριών, καθώς και νομικής οργάνωσης που υποστηρίζει αντίστοιχα θύματα.
Πάντως, ο Starmer δεν απέρριψε πλήρως το αίτημα μιας νέας έρευνας, με τον εκπρόσωπό του να δηλώνει «ανοιχτομυαλιά» την ίδια μέρα της κοινοβουλευτικής διαμάχης, και ότι «πάντα θα ακούν τι θέλουν τα θύματα». Έτσι, στις 16 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση τελικά ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων που επεδίωκαν την ισορροπία μεταξύ των δύο οπτικών· θα λάμβανε άμεσα χώρα μια ταχεία τρίμηνη εθνική έρευνα για το θέμα, και παράλληλα θα παρεχόταν χρηματοδότηση για 5 νέες τοπικές έρευνες. Επιπλέον, θα δινόταν η δυνατότητα επανεξέτασης παλιότερων αρχειοθετημένων περιστατικών από ανεξάρτητο φορέα, με δυνατότητες βαθύτερης διερεύνησης.
Αβάσιμες οι κατηγορίες συγκάληψης από τον Starmer
Όπως αναγνωρίζεται στις προαναφερόμενες εκθέσεις, την κεντρική ευθύνη για τα εκάστοτε τοπικά σκάνδαλα, φέρουν οι αντίστοιχες τοπικές αρχές. Προκειμένου να εξετάσουμε τις αντίστοιχες πολιτικές ευθύνες, προχωρήσαμε σε μια ανασκόπηση σύνθεσης των δημοτικών συμβουλίων στις 5 πόλεις που μέχρι στιγμής τεκμηριωμένα απέτυχαν να δράσουν εγκαίρως. (Σημειώνουμε ότι μέχρι το 2012, τα εν λόγω συμβούλια έλεγχαν στο μεγαλύτερο βαθμό και τις τοπικές αστυνομικές αρχές.)
Διαπιστώσαμε ότι το κόμμα των Εργατικών είναι αυτό που συχνότερα διέθετε πολιτικό έλεγχο στα αντίστοιχα συμβούλια τις τελευταίες δεκαετίες, χαρακτηριστικά στο Ρόδεραμ, αλλά ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, δεν υπήρχε πλειοψηφικός έλεγχος από κανένα κόμμα, και σε μικρότερα διαστήματα, υπερείχαν Συντηρητικοί ή Φιλελεύθεροι (Τέλφορντ, Όλντχαμ, Μπρίστολ, Ρότσντεϊλ). Συνεπώς, ενώ οι Εργατικοί έφεραν σημαντική τοπική πολιτική ευθύνη για τα σκάνδαλα, δεν επρόκειτο για αποκλειστική τους παράλειψη.
Όσον αφορά την ευθύνη της κεντρικής κυβέρνησης, και πάλι συμπεριλαμβάνει τους Συντηρητικούς, που κυβερνούσαν μεταξύ 1979-1996, οπότε και ξεκίνησαν τα σκάνδαλα. Ωστόσο, η ευθύνη επικεντρώνεται περισσότερο σε μετέπειτα κυβερνήσεις των Εργατικών, συγκεκριμένα υπό την πρωθυπουργία του Tony Blair.
Χαρακτηριστικά, το 2001, το Υπουργείο Εσωτερικών ανέλαβε την διεξαγωγή μιας έρευνας για την πορνεία στα Ρόδεραμ και το Μπρίστολ, που συμπεριλάμβανε και μια ενότητα για την εκπόρνευση νεαρών προσώπων. Υπεύθυνη ερευνήτρια για το Ρόδεραμ ορίστηκε η δικηγόρος Adele Weir. Ωστόσο, όταν το ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα το 2014, η Weir δήλωσε ότι από νωρίς στην έρευνά της, είχε υπάρξει αντιεπαγγελματισμός και αδιαφορία από τις τοπικές αρχές.
Αντίστοιχα, μια καταγγελία στον τότε Υπουργό Εσωτερικών David Blunkett από γονείς ενός θυματοποιημένου κοριτσιού δεν οδήγησε σε αποτελέσματα, μέχρι που η συμμορία του δράστη καταδικάστηκε την επόμενη δεκαετία, μετά από επαναδιερεύνηση περισσότερων εγκλημάτων τους.
Ωστόσο ήταν διαφορετική η στάση του νυν βρετανού πρωθυπουργού Keir Starmer, που το 2008-2013 είχε αναλάβει τον ρόλο του επικεφαλής της βρετανικής εισαγγελίας (CPS).
Καταρχάς, το ρητό που αναγνωρίζει «αποφάσεις των ανήλικων παιδιών» και τα ενοχοποιεί για την κακοποίηση, δεν αποτελεί δική του τοποθέτηση. Όπως έδειξε το BBC σε ενδελεχή του έρευνα, η λανθασμένη απόδοση του ρητού, οφείλεται σε δήλωση του Nazir Afzal, πρώην τοπικού εισαγγελέα, το 2018. Έκτοτε, τα αστυνομικά αρχεία, ποικίλα αστυνομικά στελέχη και ο ίδιος ο Afzal, έχουν επιβεβαιώσει ότι καμιά εγκύκλιος δεν περιείχε την εν λόγω αναφορά. Καταγράφηκε μόνο μια προτροπή ώστε, κατά την αξιολόγηση σοβαρής ζημιάς στα παιδιά, «να λαμβάνονται υπόψη οι αντιδράσεις του παιδιού και οι αντιλήψεις του, ανάλογα με την ηλικία και την κατανόησή του».
Στο πρώτο έτος διοίκησης της CPS από τον Starmer, ένας δικηγόρος της υπηρεσίας έλαβε την απόφαση να μην ασκήσει δίωξη σε πρόσωπα που κατήγγειλε ένα νεαρό κορίτσι στο Ρόχντεϊλ, καθώς έκρινε τους ισχυρισμούς της αναξιόπιστους. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο Starmer είχε εμπλοκή στη συγκεκριμένη υπόθεση, και αντιθέτως, όταν έθεσε υπεύθυνο τον Afzal στην εν λόγω περιοχή το 2011, αυτός επανέφερε τη διερεύνηση της υπόθεσης και πέτυχε καταδίκες σε αυτήν και άλλες αντίστοιχες υποθέσεις· παράλληλα, ο επίμαχος δικηγόρος αποσύρθηκε από έλεγχο ανάλογων υποθέσεων και επανεκπαιδεύτηκε.
Υπό την ηγεσία του Starmer, η CPS απολογήθηκε για προηγούμενα σφάλματα και ανεπάρκειες, και επεδίωξε ενεργά την αντιμετώπιση των προκαταλήψεων απέναντι στα θύματα και την επαναδιερεύνηση κλειστών υποθέσεων· τελικά, πέτυχε τότε ρεκόρ διώξεων για παιδική κακοποίηση. Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε η διερεύνηση και οι πρώτες καταδίκες των συμμοριών, που έπειτα έδωσαν το έναυσμα διερεύνησης και γνωστοποίησης του μεγέθους του προβλήματος.
Χαρακτηριστικά, ο αναγνωρισμένος δημοσιογράφος Andrew Norfolk, που γνωστοποίησε ευρέως την υπόθεση του Ρόδεραμ το 2011, δήλωσε ότι ο Starmer είχε επιδιώξει συνάντηση και συζήτηση μαζί του ώστε να διορθώσει τους κανονισμούς που ενοχοποιούσαν τα θύματα· και ότι όντως, ο Starmer μετέπειτα προέβη σε αλλαγές που επέτρεψαν την επιτυχημένη δίωξη των συμμοριών. Η προσφορά του Starmer αναγνωρίστηκε και από διακομματική επιτροπή του 2013, την πρώτη τέτοια που διερεύνησε το πρόβλημα των εν λόγω συμμοριών.
Η μόνη εύλογη κριτική που έχει ασκηθεί στον Starmer στο προκείμενο ζήτημα, είναι ότι αντιθέτως, η κουλτούρα υψηλής εμπιστοσύνης στα θύματα που προώθησε ο ίδιος, οδήγησε και σε κάποιες διώξεις απέναντι σε αθώους.
Παραπληροφόρηση για τον ρόλο των συμμοριών
Μερικές αναρτήσεις ισχυρίζονται ότι το πρόβλημα των συμμοριών είναι τόσο διευρυμένο, που τα θύματά τους ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες, ή ακόμη και στο εκατομμύριο. Στην πραγματικότητα όμως, όπως έχουν δείξει αναλύσεις των διαθέσιμων στοιχείων, τέτοιες εκτιμήσεις είναι αναξιόπιστες.
Η έκθεση της Jay το 2014, έκανε λόγο για «συντηρητική εκτίμηση 1400 θυμάτων στο Ρόδεραμ μεταξύ 1997-2013»· αλλά δε μπορεί να γίνει απευθείας αναγωγή της συγκεκριμένης κρίσης στο σύνολο του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε από άποψη επίπεδου δραστηριότητας συμμοριών, ούτε από εκτιμώμενη απόκρυψη περιστατικών από θύματα. Συνολικά, η τελευταία έκθεση της IISCA το 2022, αναγνώρισε ότι το ακριβές μέγεθος του προβλήματος, είναι ακόμη άγνωστο.
Με δεδομένο ότι το 2020, το 7.5% των ενηλίκων στην Αγγλία και Ουαλία δήλωσε κάποιας μορφής σεξουαλική κακοποίηση πριν τα 16 τους έτη, ο αντίστοιχος πληθυσμός θα ανερχόταν σε 3.1 εκατομμύρια άτομα. Ωστόσο, με βάση τα πιο πρόσφατα και αναλυτικά δεδομένα, μόνο ένα μικρό μέρος των εν λόγω περιστατικών αναμένεται να αφορούσε δράση συμμοριών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δεδομένα της βρετανικής αστυνομίας για το 2022, το πιο συχνό περιβάλλον κακοποίησης παρέμενε το οικογενειακό, όπως έχει διαπιστωθεί διεθνώς, όπου λάμβανε χώρα 1 στις 3 επιθέσεις· επίσης συνολικά, οι μισές επιθέσεις λάμβαναν χώρα από άλλα παιδιά. Σύμφωνα με άλλη σειρά δεδομένων για το 2023, μόλις το 3.7% των περιστατικών κακοποίησης παιδιών είχαν διαπραχθεί από ομάδες, και συνολικά μόνο το 0.6% από αποπλανητικές συμμορίες.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι σε αντίστοιχες συμμορίες συμμετέχουν μόνο μουσουλμάνοι, πρόκειται και πάλι για παραπληροφόρηση. Στην περίπτωση του Ρόδεραμ, η έκθεση του 2014 συμπέρανε ότι οι περισσότεροι δράστες ήταν πακιστανικής καταγωγής, αλλά στους καταδικασθέντες συμπεριλαμβάνονται και πρόσωπα βρετανικού υποβάθρου, όπως ο Tony Chapman, που έχει λάβει μια από τις βαρύτερες ποινές μεταξύ αντίστοιχων δραστών.
Μια συνολικότερη έρευνα επί του θέματος, διεξήχθει από το Υπουργείο Εσωτερικών και δημοσιοποιήθηκε το 2020· αυτή διαπίστωσε ότι περιορισμένα δεδομένα της περασμένης δεκαετίας, συνολικά εμφάνιζαν λευκούς δράστες συμμοριών συχνότερα από ασιάτες· ωστόσο παρέμενε αβεβαιότητα, λόγω ανεπαρκούς και κάποιες φορές υποκειμενικής καταγραφής εθνότητας. Σημειώθηκαν επίσης προκαταρκτικά στοιχεία υπερεκπροσώπησης ασιατών δραστών σε αναλογία με τον μικρό πληθυσμό τους, αλλά και πάλι, καταγράφηκε αβεβαιότητα λόγω κακής ποιότητας δεδομένων. Αντίστοιχα συμπεράσματα έχουν δημοσιευτεί και στην ανεξάρτητη βιβλιογραφία.
Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι ακόμη και αν υπάρχει όντως υπερεκπροσώπηση δραστών παιδικής κακοποίησης σε ορισμένες εθνοτικές ομάδες, τέτοιοι δράστες παραμένουν μικρή μειοψηφία σε όλες τις ομάδες, και είναι αναλογικά ελάχιστοι όσοι ανήκουν σε αντίστοιχες συμμορίες. (Η παρατήρηση προκύπτει από τα προαναφερόμενα δεδομένα, και συγκρίσεις του εκτιμώμενου πληθυσμού των δραστών, με το μέγεθος των συνολικών πληθυσμιακών ομάδων.)
Όσον αφορά τις αιτίες αδράνειας των αρχών, ενώ στις εκθέσεις αναφέρεται ως συμπαράγοντας και η επιφύλαξη των αρχών για τυχόν στοχοποίηση μειονοτήτων, επισημαίνεται ότι πρόκειται για μία από πολυάριθμες αιτίες. Έτσι, μεταξύ πόλεων και διαφορετικών τύπων κακοποίησης, καταγράφηκαν ευρύτερες ανεπάρκειες σε συστήματα καταγραφής, συνεργασίας, και αξιοποίησης πληροφοριών, καθώς και προβληματικής αντιμετώπισης των θυμάτων. Αυτό για παράδειγμα επισημάνθηκε στις εκθέσεις της IICSA.
Την αλληλοεπικαλυπτόμενη προβληματική αντιμετώπιση των αποπλανητικών συμμοριών και της ευρύτερης παιδικής κακοποίησης, αναγνώρισε έμπρακτα και η βρετανική αστυνομία το 2023. Τότε, η κυβέρνηση των Συντηρητικών ανακοίνωσε τη δημιουργία αστυνομικής «ομάδας εργασίας για τις αποπλανητικές συμμορίες», ωστόσο η ίδια η αστυνομία δε χρησιμοποίησε τον εν λόγω τίτλο στην ανακοίνωσή της. Σύντομα άρχισε να χρησιμοποιεί το ευρύτερο αναγνωριστικό της «ομάδας εργασίας παιδικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης», που αντιστοιχούσε με το ότι η πλειοψηφία των περιστατικών που καλούνταν να ερευνήσει, δεν αφορούσε δίκτυα προσώπων.
Παραπλανητικές είναι και οι αναφορές ότι τα θύματα «ήταν μόνο λευκά κορίτσια», που στοχοποιούνταν ως «μη μουσουλμάνες». Τα περισσότερα γνωστά θύματα στο Ρόδεραμ ήταν όντως λευκά κορίτσια, αλλά αυτό ήταν πληθυσμιακά αναμενόμενο, καθώς γενικότερα αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών. Επίσης, ήδη η αναφορά της Jay το 2014, είχε εντοπίσει πολυάριθμες περιπτώσεις ασιατικών θυμάτων, που καταρχάς, ήταν δυσκολότερο να γνωστοποιήσουν την κακοποίησή τους, και ακόμη και όσα το έκαναν, δε λάμβαναν ανάλογη δημοσιότητα και αναγνώριση.
Τέλος, όσον αφορά τους στόχους των δραστών, όπως αναλύθηκε στην έκθεση του 2020, δεν καταγράφεται ως κριτήριο το θρησκευτικό υπόβαθρο των θυμάτων, αλλά η ευαλωτότητά τους, με πρωταρχικό στόχο παραμελημένα ή απομονωμένα παιδιά. Ως κίνητρο καταγράφεται συχνά αλλά όχι πάντα, το σεξουαλικό ενδιαφέρον στα παιδιά, και άλλες φορές κίνητρα ευρύτερης ικανοποίησης, κυριαρχίας, οικονομικού οφέλους, ή εκτίμησης μεταξύ γνωστών.
Συμπέρασμα
Συνιστά παραπληροφόρηση ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση των Εργατικών επεδίωξε να συγκαλύψει το πρόβλημα των αποπλανητικών συμμοριών, σε συνέχεια της ενοχοποίησης των παιδικών θυμάτων από τον πρωθυπουργό, όταν αυτός ήταν εισαγγελέας.
Σε βάθος δεκαετιών, ενώ το πρόβλημα των αποπλανητικών συμμοριών είχε παραβλεφθεί περισσότερο υπό διοικήσεις ορισμένων στελεχών του Εργατικού κόμματος, σχετικές ευθύνες έφεραν επίσης διοικήσεις άλλων κομμάτων. Το 2008, όταν ο νυν πρωθυπουργός Keir Starmer ανέλαβε τότε επικεφαλής της εισαγγελίας, επεδίωξε ενεργά την αντιμετώπιση του προβλήματος της παιδικής κακοποίησης και πέτυχε τότε ρεκόρ διώξεων, οδηγώντας στην ευρεία δημοσιοποίησή του. Το ρητό ενοχοποίησης που του αποδίδεται, αποτελεί λανθασμένη ανάγνωση μιας εγκυκλίου, και αντιθέτως, ο ίδιος προώθησε την ευαισθητοποίηση απέναντι στις καταγγελίες των θυμάτων.
Οι πολυετείς έρευνες που ακολούθησαν, οδήγησαν σε 20 προτάσεις για την αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, οι οποίες όμως στο μεγαλύτερο βαθμό αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση την Συντηρητικών. Όταν οι Εργατικοί ανέλαβαν και πάλι την εξουσία το 2024, ανακοίνωσαν ότι θα άρχιζαν να υλοποιούν κάποιες βασικές προτάσεις, και κατέθεσαν επίσης ένα συμπληρωματικό νομοσχέδιο υποστήριξης παραμελημένων παιδιών.
Όταν όμως το ζήτημα των αποπλανητικών συμμοριών επανήλθε στην επικαιρότητα μέσω εξωτερικής παρέμβασης, οι Συντηρητικοί ζήτησαν την κατάργηση του νομοσχεδίου και στη θέση του, μια νέα έρευνα για τις συμμορίες, κάτι που δεν είχαν επιδιώξει κατά την διακυβέρνησή τους. Οι Εργατικοί επισήμαναν ότι υπερτερούσε η ανάγκη άμεσων μέτρων αντί για καθυστέρηση με ακόμη περισσότερες έρευνες, θέση που υποστηρίχθηκε και από τρίτους ειδικούς κατά της παιδικής κακοποίησης. Ωστόσο, οι Εργατικοί δεν απέκλεισαν κάθε διερεύνηση, και σύντομα ανακοίνωσαν ότι θα λάμβανε χώρα μια τρίμηνη έρευνα, καθώς και ανεξάρτητη επαναδιερεύνηση παλιότερων περιστατικών κακοποίησης.